Κεφαλαιο 30

1.4K 142 8
                                    

Ξάπλωσα στο κρεβατι μου και εκλαιγα.Απλωσα το χερι μου και πηρα ένα χαρτομαντηλο από το κομοδινο.Το χαρτομαντιλο εγινε χαρτομαντιλα και ειχα γεμισει το κρεβατι με αυτά. Είχα απελπιστει.Το ένα κακο ερχοταν το ένα μετά το άλλο."Τι άλλο θα συνεβαινε",σκεφτηκα.Έκλεισα τα μάτια μου και ήρθε παλι η εικόνα του στο μυαλό μου. Μα τον αγαπάω αλλά γιατί μου φέρθηκε ετσι?Μαλλον ήθελε να παίξει μαζί μου.Σηκώθηκα από το κρεβατι και ανοιξα το συρταρι του γραφείου μου.Πήρα μια κόλλα χαρτι και αρχισα να ζωγραφίζω.Δεν ήξερα τι ζωγραφιζες…Εκανα αοριστα πραγματα.Δάκρυα επεφταν πανω στο χαρτι και μουτζωροναν τη ζωγραφια.Την εσκισα και την πεταξα κατω.Άρχισα να κλαιω πιο πολύ.Είχα κουραστει να κλαιω.Ήταν ηδη πολύ αργά.Άνοιξα την πόρτα του δωματίου μου και βγηκα εξω.Καθώς κατέβαινα την κουζίνα είδα τον μπαμπά μου να κάθεται στον καναπέ και να διαβάζει ένα βιβλίο.Πήγα να προχωρίσω μα η φωνη του πατέρα μου με σταματησε.

"Eβε..",με κοίταξε καθως εβγαλε τα γυαλια του.

Εγω δεν του μιλησα απλώς τον κοιταξα.

"Ακου Εβελινα αυριο πρεπει να ξυπνησεις πρωι πρωι.Ξέρεις σε εγραψα στο κοντινοτερο σχολειο",τον κοίταξα με ένα θλιμενο βλεμμα.

"Μα-"

"Θα δεις!Θα ειναι καλύτερα εκει!Θα κανεις και φίλους!,εγω κοίταξα κατω και μετα κοίταξα ξανα εκείνον.

"Μα μπαμπα δεν θελω να βλεπω πια κανεναν!"

"Δεν έχει δεν θελω!ΠΡΕΠΕΙ να πας!",εγω γυρισα απότομα και πήρα τη βαλιτσα μου από διπλα.*

"Καληνυχτα!",ειπε.

Εγω δεν μίλησα,συνέχισα προς το δωμάτιο μου.Εκλεισα με δυναμη την πόρτα και άφησα το σακιδιο μου και ‘’επεσα’’ στο κρεβατι μπρουμιτα κλεγωντας σιγανα πανω στο μαξιλαρι μου.Ετσι με πήρε ο ύπνος.

Το πρωί ξύπνησα με τις ακτινες του ήλιου.Σηκώθηκα και ειμουν χάλια.Τα μάτια μου κατακκοκινα από το κλάμα αλλα πιο πολύ ψυχολογικα ενιωθα τόσο ασχημα, τοσο αδύναμη.Πήγα στο μπάνιο και έπλυνα το πρόσωπο μου και μετα ντύθηκα.Κατέβηκα κάτω και ειδα εκείνη την όμορφη κυρία που ήταν ένας από του λογους που εχθές έκλαιγα συνέχεια.

"Καλημέρα γλυκια μου!Κατσε να φας πρωινο για να πας σχολείο!,είπε και αφησε άλλο ένα πιατο στο τραπέζι της κουζινας με ζεστα κρουασαν.

"Δεν πειναω.Και δεν παω σχολειο.",ειπα και πηρα ένα ποτηρι και έβαλα να πιεω λίγο χυμο.

"Δεν γίνετε γλυκια μου.Πρεπει να πας.Ο πατέρας σου μου είπε πρέπει οποσδηποτε να πας.",ειπε και μου χαιδεψε τα μαλλια.Εγω κοιτουσα το υπερπεραν ενώ επινα τον χυμο.

"Μα γιατι πρεπει οι ανδρες να μας κανουν ότι θελουν,δεν ειμαστε παιχνιδια ουτε υποχείρια τους!",ειπα και αφησα τον χυμο στον πάγκο της κουζίνας και πηγα στο σαλόνι.

Εκεινη ήρθε μαζι μου στο σαλόνι και πήρε την τσάντα που ήταν πανω στον καναπε και μου είπε,"Λοιπον ακου με γλυκια μου θα πας σχολειο και όταν γυρισεις θα μου τα πεις όλα!Ξερω κατι παραπανω και θα σε βοηθησω."

"Και γιατι να σου πω?Τι μου εισαι?,ειπα και άρπαξα την τσάντα από τα χερια της.

Γλυκια μου μην με παίρνεις με κακο ματι,εγω μπορω να σε βοηθήσω!,ειπε και μου χαμογελασς και εγω ανταπεδωσα με ένα ειρωνικο χαμόγελο βγένοντας από την πόρτα.

Προχωρισα και τοτε είδα πολλα παιδιά να πηγαίνουν όλα προς μια κατευθυνση.’’Στο σχολειο.’’,σκεφτηκα και προχωρισα με σκυμενο το κεφαλι.

"Ψιτ κουκλα!",μου φωναξε ένας και τοτε γυρισα να δεις ποιος είναι.Τοτε όμως γουρλωσα και έπεσα στην αγκαλια του μολις καταλαβα ποιος ήταν.

"Πετρο!",εκείνος όμως με εβγαλε απότομα από την αγκαλια του.

"Σε ξέρω από κάπου?",είπε.

Κωδικας προστασιαςWhere stories live. Discover now