Ηρώ!
Σήμερα ήταν ένα ακόμα συνηθισμένο κρύο και βροχερό βράδυ του χειμώνα. Σηκώθηκα από κρεβάτι και στάθηκα μπροστά στο παράθυρο. Τράβηξα τις λεπτές και λευκές κουρτίνες και άρχισα να χαζεύω τις σταγόνες της βροχής. Στα χέρια μου κρατούσα ένα μαραμένο τριαντάφυλλο. Αν το κοιτάξεις καλύτερα μοιάζει ακριβώς με εμένα.
Μέσα μου είμαι διαλυμένη. Υποφέρω και πονάω κάθε νύχτα και κάθε πρωί. Τα βράδια δεν κοιμάμαι πλέον. Όχι μόνο εξαιτίας της δουλειάς μου , αλλά και λόγω αναμνήσεων. Αναμνήσεις που γεμίζουν θλίψη, νοσταλγία ενός μεγάλου έρωτα. Ένας έρωτας που δεν έσβησε ποτέ. Ούτε από την καρδιά μου, ούτε από τα στήθη μου , ούτε και από την ψυχή μου. Η καρδιά μου , το κορμί μου και το μυαλό μου έχουν εκείνον ζωντανή ανάμνηση. Ζουν τα όνειρά μου, που ξαφνικά μετατρέπονται σε εφιάλτες όταν ο φόβος, το δυνατό καρδιοχτύπι και οι ενοχές με επισκέπτονται.
Το λουλούδι αυτό που κρατώ έχει μία και μοναδική σημασία. Μου του έδωσε εκείνος. Κάποτε είχε έντεκα πέταλα. Μα τώρα έμεινε μονάχα ένα. Πίσω από αυτό υπάρχει χαραγμένη μία υπόσχεση. Μία ελπίδα για εμένα. "Πως μέχρι να πέσει και το τελευταίο πέταλο εκείνος και εγώ θα είμαστε και πάλι μαζί."
Άφησα το λουλούδι μέσα στο βιβλίο μου. Εκεί ήταν η δική του θέση. Εγώ σήκωσα κατά λάθος το βλέμμα μου και κοίταξα έξω τον δρόμο. Ένα όμορφο ζευγάρι περνούσε από κάτω , κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου. Έμοιαζαν τόσο πολύ ευτυχισμένη, δεν τους ένοιαζε αν θα βραχούν από την καταιγίδα που είχε ξεσπάσει. Για αυτούς δεν υπήρχε πλέον ο χρόνος. Μόνο εκείνοι.
Ένα δάκρυ κύλησε στο πρόσωπό μου από τον πόνο που είχα. Το είδα από την αντανάκλαση στο τζάμι. Ένιωθα πως θα έρθει και θα με πιάσει από το χέρι, θα βγούμε ξανά στην βροχή και θα ζήσουμε όπως παλιά τον έρωτά μας.
Έσφιξα το χέρι μου γροθιά για να καταφέρω να αναπνεύσω, και χτύπησα το τζάμι. Ενώ με το άλλο μου χέρι προσπαθούσα να χαϊδέψω την βροχή. Γύρισα στο κρεβάτι μου και μέχρι να πάρω το μαξιλάρι αγκαλιά ξέσπασα σε δυνατά κλάματα. Αν δεν το είχα δει να πεθαίνει μπροστά στα μάτια μου δεν θα το πίστευα. Γιατί η καρδιά μου πιστεύει πως εκείνος είναι ζωντανός και μάλιστα κοντά μου . Πιο πολύ από ποτέ.
"Μου λείπεις Αλέξανδρε!" Είπα εγώ και άνοιξα τα μάτια μου, με τα δάκρυά μου να καίνε τα μάτια μου.
Εκείνη την στιγμή αντίκρισα το κόκκινο φόρεμά μου, απλωμένο στο κρεβάτι μου. Δεν ήθελα ούτε να το βλέπω , ούτε να το σκέφτομαι καθόλου. Τρελάθηκα και άρχισα να φωνάζω σαν τρελή. Το έπιασα και το πέταξα κάτω. Κόντεψα να το σκίσω με τα χέρια μου.
"Μισώ την ζωή μου."Φώναζα εγώ ενώ ξάπλωσα στο πάτωμα.
"Ηρώ! Ηρώ είσαι καλά;" Φώναζε τρομαγμένη η Δήμητρα. Εγώ δεν της απαντούσα και εκείνη προσπαθούσε να ανοίξει την κλειδωμένη πόρτα. "Ηρώ άνοιξέ μου, σε παρακαλώ. Έχω αρχίσει να τρομάζω. Άνοιξε σε παρακαλώ κορίτσι μου. "Έλεγε εκείνη μέχρι που μάζεψα το σώμα μου και πήγα προ την πόρτα.
"Είμαι καλά."Της είπα εγώ και εκείνη με αγκάλιασε.
Ήταν ο μοναδικός δικός μου άνθρωπος που μου είχε μείνει. Ήμουν μόνη εντελώς μόνη αυτά τα δέκα χρόνια. Έχασα τα πάντα σε μία νύχτα. Τον άνθρωπο που αγαπούσα, τον πατέρα μου, τα όνειρά μου, την περιουσία μου, ακόμα και τον εαυτό μου.
"Νόμιζα μην έκανες καμιά τρέλα. Σε άκουσα να φωνάζεις και να κλαις. Φοβήθηκα πολύ για εσένα." Μου έλεγε καθώς έκλαιγα ήρεμη στην αγκαλιά της.
"Ο Αλέξανδρος ζει ακόμα. Μου έδωσε την ζωή του εκείνο το βράδυ. Ανήκω σε αυτόν τον έρωτα. Δεν πρόκειται να πάθω απολύτως τίποτα. Γιατί έχω δίπλα μου εκείνη που μου δίνει την μεγαλύτερη δύναμη. Την Αλεξάνδρα μου."
"Πρέπει να ηρεμήσεις. Είμαι σίγουρη πως θα αγαπήσεις ξανά. Δέκα χρόνια έπαψες να τρέχεις..."
"Μα όχι να φοβάμαι. Εμένα αυτός ήταν ο άνθρωπός μου , αυτός που επέλεξε η καρδιά μου και το σώμα μου. Μην μου λες κάτι τέτοιο γιατί δεν μπορώ να το κάνω και δεν πρόκειται να συμβεί. Δεν μπορώ να τον ξεχάσω. Μου λείπει ακόμα, κάθε μέρα όλο και πιο πολύ. "
"Το ξέρω κορίτσι μου. Δείχνεις τόση δύναμη κάθε μέρα που άλλος θα είχε λυγίσει στην θέση σου. Άδικα νιώθεις όμως ενοχές και άδικα βασανίζεσαι. Φτάνει Ηρώ!" Μου είπε εκείνη και σηκώθηκα αμέσως πάνω.
Πλησίασα τον καθρέπτη μου και κοιτάχτηκα εκεί. "Δεν είμαι πλέον η Ηρώ. Είμαι το κόκκινο τριαντάφυλλο. Εκείνη πέθανε στην φωτιά του έρωτά της και από τα συντρίμμια της γεννήθηκα εγώ. Μία γυναίκα που δεν έχει επιλογή , όνειρα, ζωή. Που δεν έχει όρεξη να χαμογελάσει , να ζήσει με πάθος όπως παλιά. Η δύναμη που πηγάζει από μέσα με αλλάζει και με σκληραίνει. Με κάνει απρόσωπη και δίχως ταυτότητα. Όπως η μάσκα που φοράω για να μην με αναγνωρίσει κανείς και να μην μάθει κανείς ποια είμαι και πως με λένε. "Απάντησα στη φίλη μου κοιτώντας την με σοβαρό και σταθερό βλέμμα από τον καθρέφτη.
"Αχ! Ηρώ όταν μιλάς έτσι με τρομάζεις και με αγριεύεις. Μα πάνω από όλα μου λείπεις πολύ. Θέλω την φίλη μου πίσω. Δεν σου αξίζει όλο αυτό. Δώσε ένα τέλος και μην αφήσεις άλλο τον εαυτό σου. Αν δεν το κάνεις για εσένα δεκτό. Κάντο όμως για την κόρη σου, κάντο για εκείνον."Μου είπε εκείνη αρκετά λυπημένη και βγήκε από το δωμάτιο.
"Αδύνατον."Είπα εγώ και έσκυψα το κεφάλι. Είχα πλέον υποκύψει στην νέα μου ζωή.
Σήκωσα το φόρεμά μου από κάτω και το άφησα ξανά στοκρεβάτι μου. Ανάμεσα στην μάσκα και στην πρόσκληση. Τα κοίταξα καλά - καλά καιαφού πήρα μία βαθιά αναπνοή άρχισα να αφαιρώ το νυχτικό μου από το σώμα μου.
ВЫ ЧИТАЕТЕ
Με Μία Αναπνοή... Ένας Έρωτας!
Любовные романыΈνα βράδυ στέκεται αφορμή για την αφύπνιση ενός μεγάλου έρωτα. Ηρώ και Αλέξανδρος, δυο άνθρωποι που αγαπήθηκαν και χάθηκαν, κάτω από φιλοδοξίες , ζήλιες και πάθη. Η μοίρα ενώνει τον δρόμο τους μετά από δέκα χρόνια. Η φλόγα της αγάπης τους δεν έσβησε...