-Chapter 11

11.7K 396 39
                                    

Αφού φάγαμε τα σάντουιτς μας, πετάξαμε σε έναν κάδο τα περιτυλιγματα και αυτή την φορά πηγαιναμε οντως σπίτι.

Έβγαλε από την τσεπη του το πακέτο με τα τσιγάρα, πήρε ένα και το έβαλε στο στόμα του καθώς το άναβε με τον αναπτήρα.

"Το ξέρεις ότι αυτό σου κάνει κακό έτσι;" λέω

"Και από πότε σε νοιάζει εσένα;" ρωτάει.

Έλα πες του ότι τον θες. Τι περιμένεις;

"Είσαι χαζός; Προφανώς και με νοιάζει! Είσαι φίλος του πατέρα μου"

Είσαι ηλιθια τελικά!

"Μμ οκευ." λέει και συνεχίζει να κάνει το τσιγάρο του.

" Με νευριαζεις, το ξερεις; Εισαι πολύ νέος για να πεθάνεις!" Φωνάζω ελάχιστα, αρπάζω το τσιγαρο από το χέρι του και το πετάω κάτω πατώντας το.

Με άρπαζει από το μπράτσο και με σφίγγει.

"Τι ζόρι τραβάς; "γρυλλίζει

"Εγω ή εσυ; Προσπαθώ να σου δείξω ότι νοιάζομαι για σένα!"

" Ναι μετά την συζήτηση ξαφνικά νοιάζεσαι!;" ξανά γρυλλίζει.

"Είσαι βλακας! Εγώ -" σταματάω την πρόταση μου.

"Εσύ τι γαμω;" φωνάζει.

"Ξέρεις τι, έχεις δίκαιο! Εγω δεν νοιάζομαι...πήγαινε να πηδηξεις την Ξένια που σε νοιάζεται και άσε με ήσυχη! "Φωνάζω και τον σπρώχνω. Συνεχίζω κανονικά τον δρόμο μου.

"Ήταν που νοιάζεσαι! "τον ακούω να  λέει και γυρίζω να τον αντικρίσω.

" Αν εσύ δεν μπορείς να δεις ότι νοιάζομαι στ'αληθεια για σένα τότε δεν φταίω εγώ για αυτό. Αλλά ναι ξέχασα εγώ είμαι απλά μια μικρή πουτανα! "λέω και γυρίζω ξανά για να πάω σπίτι.

Μόλις φτάνω σπίτι μπαίνω μέσα και κλείνω την πόρτα αφού είδα πρώτα ότι δεν είναι πίσω μου.

Οι ώρες άρχισαν να παίρνανε και ο Αχιλλέας δεν έρχονταν. Έχω αρχίσει να ανησυχώ. Γύρισα στις εννιά πάρα εικοσιπέντε και η ώρα είναι 2 και μισή.

Παίρνω το κινητό στα χέρια μου και τον καλώ, δεν το σηκώνει και πληκτρολογώ τον αριθμό της Νεφέλης.

" Νεφ!" λέω ανήσυχα μόλις το σηκώνει 

"Μελίνα ; Τι έγινε;" ρωτάει

"Είσαι με τον Κρις;"

"Όχι, γιατί;" ΓΑΜΩ ΤΟ ΚΈΡΑΤΟ ΜΟΥ

My babysitter Where stories live. Discover now