Ζαΐρα.
Περπατάω αργά κατευθυνόμενη προς το δωμάτιο του. Το χέρι μου τυλίγει το κρύο μεταλλικό πόμολο της πόρτας καθώς εμφανιζόταν μέσω της χαραμάδας. Μένω σιωπηλή και την παρατηρώ να αγκαλιάζει ένα αρκουδάκι που ανήκε στον Νικηφόρο. Το κλάμα της είναι διαπεραστικό, ένα δάκρυ γλιστράει αργά στο μάγουλό της. Και εμένα μου λείπει πολύ.
«Μαμά;» ρωτάω.
Εκείνη σκουπίζει τα δάκρυα της και αφήνει το αρκουδάκι του Νικηφόρου επάνω στο κρεβάτι.
«Δεν σε άκουσα που έφτασες, αγάπη μου».
«Τι συμβαίνει, μαμά;»
Βάζει μία τούφα μαλλιών πίσω από το αυτί της καθώς με παρατηρεί με κόκκινα κι ερεθισμένα μάτια.
«Ξέρεις ότι είμαι πολύ αισθηματική» Ακούω το κλάμα στην φωνή της και βλεφαρίζω για να κρατήσω τα δάκρυα μου «Μου λείπει».
«Και εμένα μου λείπει» παραδέχομαι «Αν μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω, ορκίζομαι πως θα έπαιρνα την θέση του. Το ξέρεις, έτσι; Θα έκανα το οτιδήποτε αν αυτό σήμαινε να έχω τον Νικηφόρο πίσω».
Οι ώμοι της μαμάς χαμηλώνουν και αφήνει ένα αναστεναγμό να ξεφύγει από το στόμα της. Μονάχα υπάρχει πόνος στο πρόσωπό της.
«Τίποτα από όλα αυτά είναι δικό σου φταίξιμο, Ζαΐρα».
Εισέρχομαι στο δωμάτιο και κλείνω την πόρτα. Κάθομαι δίπλα στην μαμά επάνω στο κρεβάτι και σφίγγω το χέρι της. Η ανάμνηση εκείνης της μέρας μου προκαλεί μία πίεση στο στήθος που μου είναι δύσκολο να την αντέξω. Ξέρω πολύ καλά πως είναι λόγω του συναισθήματος ενοχής που έχω. Ο Νικηφόρος ήταν ο ήλιος που φώτιζε τις ζωές μας. Τώρα, όλα είναι ζοφερά λόγω της απουσίας του.
«Υποσχέθηκα να τον προστατεύσω και απέτυχα» Η φωνή μου ακούγεται πνιγμένη «Απογοήτευσα τον Νικηφόρο και ποτέ δεν θα συγχωρέσω τον εαυτό μου».
Η μαμά μου αγγίζει το μάγουλο και κλείνω τα μάτια. Η ψυχή μου είναι κατεστραμμένη, κανείς δεν θα μπορέσει να την φτιάξει. Κλαίω με λυγμούς καθώς ακουμπάω στο χέρι της.
«Ήσουν ένα μικρό κορίτσι» λέει λυπημένα «Ποιο κορίτσι 14 ετών θα μπορούσε να αντιμετωπίσει ένα άγριο λύκο ανίκανο να λογικευτεί; Σε ξεπερνούσε σε δύναμη και σε μέγεθος».
«Εγώ έπρεπε να κάνω ό,τι ήταν αναγκαίο για να τον σώσω. Έπρεπε να ορμήσω επάνω στον λύκο, όμως δεν κουνήθηκα από την θέση μου. Ήμουν δειλή, μαμά».