Ζαΐρα.
Ένας έντονος πόνος με βασανίζει, με ξυπνάει όταν αρχίζει μέσω του σώματός μου. Ένας φακός φωτίζει το πρόσωπό μου και πληγώνει τα μάτια μου. Το πρώτο πράγμα που αντιλαμβάνονται είναι ότι βρίσκομαι πεσμένη στο πάτωμα και με το κεφάλι να μην σταματάει να συσπάται εξαιτίας του πόνου. Τι έχει συμβεί; Πού είμαι; Ακούω τον ήχο των τζιτζικιών και διαισθάνομαι την μυρωδιά του φρέσκου αέρα που φτάνει μέχρι τα ρουθούνια μου.
Τότε θυμάμαι κάθε λεπτομέρεια.
Την αρκούδα.
Τον άσπρο λύκο.
«Άουτς!» Παραπονιέμαι ενώ ο φακός συνεχίζει να είναι από πάνω μου. «Μπορείς να σβήσεις αυτό το πράγμα; Είναι πολύ ενοχλητικό».
Μεγάλα γαλανά μάτια με μακρινές βλεφαρίδες συναντιόνται με το βλέμμα μου. Ένα ξανθό αγόρι ορμάει επάνω μου και αγγίζει το μάγουλό μου.
«Είναι καλά, Απόλλων» Τον ακούω να λέει.
Απόλλων;
Η αναπνοή μου επιταχύνει και η καρδιά μου σπαρταράει την στιγμή που συναντώ τα μάτια του Απόλλων Ντέσμοντ. Φαίνεται εκνευρισμένος. Θα ήθελα να σκάψω μία τρύπα για να κρυφτώ. Το πηγούνι του είναι σφιγμένο όταν στέκει στις μύτες των ποδιών του για να με κοιτάξει καλύτερα.
«Τι στο διάολο σκοπεύεις να κάνεις, Ζαΐρα;» μουγκρίζει. «Τι στο διάολο κάνεις στο δάσος; Ξέρεις τι ώρα είναι;»
Πιέζω ένα δάκτυλο στον κρόταφό μου και κάνω ένα μορφασμό.
«Χαμήλωσε τον τόνο σου, εντάξει;» λέω. «Μία αρκούδα ήταν έτοιμη να με σκοτώσει. Πού πήγε η συμπόνια;»
Γελάει απρόθυμα.
«Ναι, ήταν έτοιμη να σε σκοτώσει, όμως εσύ έφταιγες».
Μια πικρή γεύση εγκαθίσταται στο στόμα μου. Αγνοώ τα σκληρά του λόγια.
«Εκείνος ο άσπρος λύκος με έσωσε. Δεν θυμάμαι τι έγινε μετά».
«Λιποθύμησες» μιλάει το αγόρι με τα γαλανά μάτια που δεν γνωρίζω. «Χτύπησες το κεφάλι σου σε μία πέτρα όταν έπεσες».
Τα χέρια μου τρέμουν και το αίμα το αισθάνομαι πολύ ζεστό στις φλέβες μου. Είμαι αρκετά συναισθηματικά ταραγμένη από αυτό που συνάντησα απόψε. Περίμενα να δω κάτι περίεργο και το κατάφερα. Δεν μπορώ να διαγράψω την εικόνα του άσπρου λύκου από το μυαλό μου. Γιατί έπρεπε να σκοντάψω; Φαίνεται πως είμαι ειδική στις πτώσεις.