50. Προθέσεις

65 3 2
                                    

Jo's POV

«Δεν καταλαβαίνεις γαμώ;! Δε τη δίνω πλέον!»

«Μάλλον εσύ δεν καταλαβαίνεις Τζόζεφ. Η συμφωνία έκλεισε, το συμβόλαιο υπογράφτηκε και τα λεφτά τα πήρατε. Τώρα δεν μένει τίποτα άλλο από το να την πάνε Ισπανία»

Τα σωθικά μου βράζουν και νιώθω κύματα οργής να σκάνε σα βόμβες στο κεφάλι μου. Το ένα μου χέρι σφίγγει το τιμόνι, ενώ το άλλο τερματίζει με νεύρο την κλήση και πετάει το τηλέφωνο στα πίσω καθίσματα.

Σταματάω το αμάξι στην άκρη, κατεβαίνω και κοιτάω τη θέα που η φύση μου υποδεικνύει, με τις σκέψεις μου να πλανώνται στην ατμόσφαιρα· σ' αυτή τη γλυκιά λύτρωση που την έβλεπε κι εκείνη, όταν μαζί μου διέσχιζε αυτούς τους δρόμους. Όταν την πήγαινα να την δούνε, να επιβεβαιώσουν το εμπόρευμα, όπως την είχαν κατονομάσει. 

Ουρλιάζω, βρίζω και καταριέμαι Θεούς κι αγγέλους για την ατυχία που πλήττει τη ζωή μου. 

Ώσπου γονατίζω ανήμπορος να ξεσπάσω άλλο. 

Ανήμπορος να ξεγελάσω για ακόμη μια φορά τον εαυτό μου και να πω ότι δεν νοιάζομαι. Ότι τα πράγματα είναι καλά. Ότι δεν φοβάμαι.

Κοιτάζω την πόλη που μας φιλοξενούσε τόσα χρόνια κι αναλογίζομαι πώς και δεν έτυχε να μην την συναντήσω ποτέ έξω απ' ένα πάρκο ή στον δρόμο ή σ' ένα μαγαζί όπως αυτό που τη γνώρισε ο Έντουαρντ.

Ήταν απλά τυχερός, σκέφτομαι, νιώθοντας αδικημένος για τον τρόπο που την πρωτοκοίταξα. 

Υπό το φως του φεγγαριού να τρέχει μακριά από το μαγαζί, απ' όπου το έσκαγε. Να ηρεμεί και να αδιαφορεί για τον άρρωστο που τη φώναζε να έρθει κοντά του. 

Τότε τα χαρακτηριστικά του προσώπου της ήταν σκληρά – καμία σχέση με τώρα. 

Φάνταζε τουλάχιστον τρια χρόνια μεγαλύτερη και κάπως με βόλευε ακόμα περισσότερο η ιδέα να την κατακτήσω.

Όμως μαθαίνοντας το νεαρό της ηλικίας της – ότι ήταν μονάχα ένα χρόνο πιο μεγάλη απ' τη δεκαεξάχρονη αδερφή μου – εκεί είχα κάποιους ενδοιασμούς για τους σκοπούς μου. 

Όχι ότι τελικά επηρεάστηκαν ή κάτι τέτοιο. Απλά τα βράδια ήταν πιο δύσκολο να την βγάλω από το μυαλό μου. Ή να σταματάω να σχηματίζω το πρόσωπό της κάθε φορά που κάποια άλλη βρισκόταν στο κρεβάτι μου, ή στο τραπέζι ή στο πάτωμα του σπιτιού. 

Μου ήταν πιο δύσκολο να βρίσκω τρόπους, για τα δάχτυλά μου να αγγίξουν λίγη έκταση από το μαλακό της δέρμα. 

Μου ήταν πιο δύσκολο να την απωθώ όταν συνειδητοποιούσα το κακό που της κάνω. 

Μα και πάλι δε θα άλλαζα τίποτα. Ούτε καν τις αρχικές μου προθέσεις – κι ίσως να είναι αυτό που με κάνει αυτομάτως άρρωστο για εκείνη.

Βέβαια αν εκπλήρωνα τις επιθυμίες μου, αν την είχα για ένα βράδυ – ή τα επόμενα που πήγαινα στο κλαμπ για να τη δω— να ήταν διαφορετικά τα πράγματα. 

Μπορεί ακόμα και να μην βρισκόμασταν, βρισκόταν, στη θέση που είμαστε τώρα. 

Εγώ δε θα παρακαλούσα να μην μου την πάρουνε, τάζοντας ποσά που δεν πίστευα ποτέ πως θα πρότεινα για μία κοπέλα κι εκείνη δε θα με περίμενε καλυμμένη με κουβέρτες σ' ένα βιβλιοπωλείο δίχως να γνωρίζει τίποτα για το τι της προκάλεσα. 

Αν την έκανα δική μου εκείνη τη νύχτα θα την άφηνα ήσυχη κι οι δρόμοι μας θα χωρίζονταν και τώρα δεν θα ήμουν εδώ να προσπαθώ να σκαρφιστώ δικαιολογίες για το λάθος μου. 

Η συνείδησή μου όμως είναι ήδη αρκετά επιβαρυμένη κι αυτό το σφάλμα είναι ασήκωτο για να το κρατήσει, οπότε σχεδόν μηχανικά ρίχνω το φτέξιμο σ' αυτή. Στα καστανά μάτια της που είναι γεμάτα υποσχέσεις, στο άρωμά της που σε βουλιάζει στην αθανασία και στα πανέμορφα σημάδια του κορμιού της, που τόσο προσπαθεί να καλύψει.

Γαμώτο, μονάχα ένας τρελός θα συλλογιζόταν τέτοια πράγματα.

Τι κι αν είμαι;

Σκηνές από την χθεσινή νύχτα γλιστρούν μπροστά μου κι ένα νοσταλγικό χαμόγελο ζωγραφίζεται ασυναίσθητα στο πρόσωπο μου.

Ήταν υπέροχη – με όλη την έννοια της λέξης. Κι ίσως το "υπέροχη„ να μην είναι καν αρκετό για να αντιπροσωπεύσει στον λόγο όλα όσα είναι η Άντυ.

Ξεφυσάω στην εικόνα της να μου χαϊδεύει το πρόσωπο και στο γλυκό κοκκίνισμα της μυτούλας της όταν προσποιούμουν τα σιγανά ροχαλητά.

Γαμώτο, πρέπει να τη προσταυτεύσω.

Σηκώνομαι όρθιος γρήγορα και τρέχω προς στο όχημα, με προορισμό το βιβλιοπωλείο, ώσπου το κινητό μου ηχεί από πίσω.

Η Άμπι.

«Πες μου γρήγορα»

«Τζο...» ο τόνος της υποτονικός, σπασμένος με μαχαιρώνει στο στήθος και, Θεέ μου, προσεύχομαι – ικετεύω – να μη συνέβη... «Ήρθανε»

____________________________

Κι επισήμως άρχισε να μου σπα τα νεύρα κι ο πρωταγωνιστής λολ.

Όσοι ενδιαφέρονται για το τι κάνει η Άντυ, στα σίγουρα δεν είναι σε μια σουίτα με κανέναν μορφονιό της μαφίας. Ή μήπως...

Μόνο Μία ΦοράWhere stories live. Discover now