36. Χάδια

78 6 0
                                    

Είμαι εδώ και μισή ώρα ξύπνια, ασφαλής στην φωλιά· ζεστή, βγαλμένη απ' τον ήλιο, που μόνο αυτός μπορούσε να δημιουργήσει.

Ακοή υποταγμένη στον σταθερό χτύπο της καρδιάς του και σώμα βυθισμένο στο δικό του, στην αγκαλιά του.

Τα δάχτυλα μου αγγίζουν απαλά το μέτωπο του, το ερυθρό τραύμα του, τα μάγουλα του, την ράχη της μύτης του, τα χείλη του, θέλοντας να αποκομίσουν κάθε τελειότητα του. "Όμορφος" σχηματίζει, άηχα, το στόμα μου.

Το φως έχει ήδη αρχίσει τα ξεπροβάλλει και να παίζει με το μυστηριώδης αγόρι που αντικρίζω, μεταμορφώνοντας τον από σκληρό και τρομακτικό, σε μικρό παιδί.

Τα μπράτσα του είναι τυλιγμένα γύρω μου σφιχτά κι εγώ χρησιμοποιώ, όλο το βράδυ, ένα ως μαξιλάρι. Ο Τζο δεν κουνήθηκε εκατοστό από τότε που ξάπλωσε δίπλα μου χθες.

Κι ευτυχώς τα παιδιά δεν επέστρεψαν, τελικά, από την έξοδο τους.

Δεν θα ήθελα να με πάρουν μακριά του ή να κουβαλήσουν αυτόν στο δωμάτιο του.

Διώχνω αυτές τις σκέψεις από το νου μου κι επικεντρώνομαι στο τώρα – σ' αυτόν που μπορώ να αποκαλώ δικό μου μόνο όταν κοιμάται.

Τα άκρα μου παύουν να χαράζουν πορείες στο αψεγάδιαστο δέρμα του. Αφήνω ένα απαλό φιλί στο σαγόνι του και κολλάω το σώμα μου πάνω στο δικό του, αποζητώντας την θέρμη του.

«Γιατί σταμάτησες;»

Τινάζω το κεφάλι μου προς τα πάνω έκπληκτη.

Ήταν ξύπνιος τόσην ώρα;

«Ε-εγώ—»

«Δεν ήθελα να σταματήσεις» μάτια που παραμένουν κλειστά, κρύβοντας οποιοδήποτε συναίσθημα που αντικατοπτρίζεται σ' αυτά.

Ω Θεέ μου!

«Να... Να συνεχίσω τι;» δειλία κοσκινίζεται σαν άχνη πάνω από τον τόνο της φωνής μου, με όλο μου το είναι να τρέμει αυτή τη στιγμή.

Ένα μικρό χαμόγελο – ίσα που φαίνεται – διαγράφεται καθώς παίρνει μια μεγάλη ανάσα, «Τα πάντα» ψιθυρίζει.

Γαμώτο.

Φόβος ερημοποιεί τον λαιμό μου και πνευμόνια ανεπαρκή με το οξυγόνο που τα παρέχω.

«Χαϊδεψέ με» μουρμουρίζει κι εκτελώ το αίτημα του.

Δεν μαρτυρά ούτε ίχνος απόλαυσης κι ένα ανεπαίσθητο κατσούφιασμα γεννιέται στο πρόσωπο μου.

Μόνο Μία ΦοράDonde viven las historias. Descúbrelo ahora