48. Μικρή χαρούλα

57 3 0
                                    

Ο ήλιος με τυφλώνει καθώς διασχίζω τους συνοστιμένους δρόμους της πόλης.

Άτομα της ηλικίας μου μιλάνε, γελάνε, πιάνονται χέρι-χέρι, χαμογελάνε ο ένας στον άλλον και για μια στιγμή σκέφτομαι αν θα μπορούσαμε, εγώ κι ο Τζο, να είμαστε στη θέση δύο απ' αυτών.

Αμέσως την διώχνω.

Δεν είναι ώρα να ονειροπολώ.

Πρέπει να πάω στο σπίτι του, μήπως και τον βρω εκεί, σκέφτομαι όταν ξαφνικά τη ματιά μου κλέβει μία γυναικεία φιγούρα στο εσωτερικό μίας καφετέριας.

Η Χάνα!

Προχωράω προς τα εκεί, όταν ένα χέρι με αρπάζει εμποδίζοντας με απ' το να κάνω ένα βήμα περαιτέρω.

«Σειρά»

«Ε;»

«Πρέπει να περιμένεις στη σειρά» ο άντρας δείχνει, προς τα δεξιά μου, μία ουρά από εκνευρισμένα βλέμματα.

Ω...

«Ναι, μα η φίλη μου είναι εκεί πέρα» δείχνω κι εγώ με τον δείκτη μου την Χάνα, η οποία μόλις έστρεψε απότομα το κεφάλι της μακριά από εμένα;

«Δεν είχαν πει για τέταρτο άτομο»

«Θέλω μόνο να πω ένα γειά. Δεν θα αργήσω πολύ»

Ο υπάλληλος στριφογυρίζει τα μάτια του και με απελευθερώνει από το κράτημα του.

Τα δευτερόλεπτα κυλάνε πολύ αργά, με τους σιγανούς ψιθύρους από τις άλλες δύο κοπέλες στο τραπέζι της φίλης μου να μυρμηγκιάζουν το δέρμα μου.

«Χάνα!» χαμογελάω.

Με βλέπει.

«Έι» και γυρίζει πίσω στο γεμάτο από σαντιγί ποτήρι της, με το πιο ξερακιανό, αδιάφορο χαιρετισμό που έχω ακούσει ποτέ!

Κοιτάζω τα δύο ξανθιά – στα σίγουρα – δίδυμα κορίτσια. Αυτές με καρφώνουν με τα γαλάζια τους μάτια με ενδιαφέρον.

«Τι κανείς;»

Γελάκια.

Τι στο—

«Καλά» απαντά εκείνη με γυρισμένη την πλάτη της.

Ίσα που άκουσα την φωνή της να αιωρείται στον αέρα, εξαιτίας της πολυκοσμίας – και κυρίως των χαχανητών που εισέρχονται στα αυτιά μου με υπερβολική ακουστικότητα.

«Αμ... Χάνα;» χτυπάω απαλά τον ώμο της «Χάνα, μπορείς να γυρίσεις λίγο να με—»

«Και για πες. Πώς ήταν στο πάρτυ του Κρις χθες;»

Μόνο Μία ΦοράWhere stories live. Discover now