Πίσω από το λαμπρό παλάτι, στην ανήλιαγο αυλή με τα αειθαλή δέντρα, εκεί που κάποτε η υγρασία της τρυπούσε τα κόκαλα, κατέφευγε συχνότατα, για να γαληνέψει. Εκεί που σκοτάδι φώλιαζε πιο εύκολα από φως, εκεί που και στο θέρος φυσούσε κρύος άνεμος, εκεί που η δροσιά της Ηούς δε χανόταν ποτέ και κέδροι αιωνόβιοι ανταγωνίζονταν δρύες στην άγρια ομορφιά. Εκεί που βρίσκονταν παραταγμένοι μακάβρια -με θέα στον επιβλητικό Ταΰγετο και στον γητευτή Ευρώτα- οι τάφοι των προγόνων της όλων, όλης της οικογένειας της καταραμένης μητέρας της, της μάνας που δεν είχε γνωρίσει ποτέ.
Παλιότερα, όταν ζούσαν οι θείοι της, οι Διόσκουροι, ερχόταν σε έναν χώρο λιγότερο πυκνό, με λιγότερους τάφους, ανθρώπων που δε θυμόταν ή δεν είχε γνωρίσει. Τότε, φώλιαζε ανάμεσα στους παππούδες της που θυμόταν ελάχιστα. Από τον Τυνδάρεω, ανακαλούσε μόνο ένα ευτυχές χαμόγελο -ήταν δεν ήταν δυο μηνών τότε- κι αυτή ήταν κι η πρώτη της ανάμνηση από τη ζωή, μια ζωή που διήγαγε το δέκατο όγδοο έτος πλέον κι ήταν γεμάτη πικρά, θλίψη, άσκοπη μετάνοια.
Τη Λήδα, ωστόσο, τη θυμόταν εντελώς. Αν έμοιαζε ή όχι στη μητέρα της δε γνώριζε, αλλά δε θα ξεχνούσε ποτέ τη λυγερή κορμοστασιά, τη ζέστη αγκαλιά που την περίμενε πάντοτε και την αγαλλίαση που έλαμπε στο πρόσωπο της, όποτε αντίκριζε την εγγονή της. Δεν είχε καταλάβει τίποτα η μικρή, πόσο υπέφερε η γιαγιά της, πόσο ανεπανόρθωτα είχε πληγωθεί και βυθιστεί σε τύψεις, πόσο καταβεβλημένη από λύπη ήταν πραγματικά αυτή η γυναίκα, που πάλευε να διατηρήσει μια λειτουργική ισορροπία σε έναν Οίκο που κατέρρεε, μετά την αναπάντεχη φυγή της Άνασσας και την εκστρατεία του Άνακτα. Και μια μουντή πρωία -καθότι φθινόπωρο- που τα γκρίζα σύννεφα συγκεντρώνονταν στον Ταΰγετο κι αντηχούσαν ήδη οι κεραυνοί του Διός με τη χαρακτηριστική οσμή της βροχής, η μικρή βρήκε τη γιαγιά της κρεμασμένη.
Έτσι απλά, από τη μια στιγμή στην άλλη. Το οχτάχρονο παιδί είχε τρέξει στα ιδιαίτερα της γιαγιάς, για να της ευχηθεί καληνύχτα, προτού αποκοιμηθεί με την τροφό της. Την αντίκρισε χλωμή, τερατωδώς αποχρωματισμένη, με δέρμα κρύο και τον λαιμό της σφιχτά δεμένο στο πιο όμορφο πέπλο της, με ένα λιτό σημείωμα παραδίπλα, λεκιασμένο από νωπά δάκρυα.
Η Ερμιόνη δεν ήταν ανόητη. Παρότι οι άνθρωποι που την αγαπούσαν ειλικρινά της έλεγαν ότι δεν έφτανε κατά διάνοια την ομορφιά της μητέρας ή του πατέρα της, με εξαίρεση ορισμένες κενές κολακείες που δεν έλειπαν, εκείνη δεν ήταν σίγουρα ανόητη κι ο θείος της ο Κάστορας της είχε μάθει ανάγνωση από νεαρή ηλικία. Τρέμοντας σύγκορμη, πλησίασε και διάβασε το σημείωμα, προσπαθώντας να μη λοξοκοιτάζει καν στη νεκρή Λήδα, μια εικόνα που θα τη στοίχειωνε για όλη της τη ζωή.
YOU ARE READING
Ο Τρωικός Πόλεμος [Cover By -truesoul]
Historical Fiction#1 in Historical Fiction (3/09/2017) Ο Πόλεμος των Ελλήνων και των Τρώων από την αρχή μέχρι το τέλος. Ξεκινά από το χτίσιμο της Τροίας και τελειώνει στην επιστροφή της Ελένης στη Σπάρτη. Δεν μου ανήκει τίποτα. Ή μάλλον κάτι μου ανήκει γιατί είμαι...