XXXVI Κύρης και Κυρά των Θαλασσών

285 17 137
                                    

Στην Κρήτη, δεν υφίστατο χειμών. Ο καιρός ήταν ειδυλλιακός, μόνιμα εαρινός και καυτός στο θέρος. Άστραφτε τόσο η θάλασσα, χόρευαν τα κύματα στην ακτή και τα λιμάνια έσφυζαν. Η Κνωσός δε, η αλλοτινή πρωτεύουσα του Κόσμου, ορθωνόταν επιβλητική πάνω από έναν πολιτισμό που ακροβατούσε για πολλά χρόνια ανάμεσα στη θανή και τη λειψή ζωή. Δεν μπορούσε μια πόλη που είχε ξεχωρίσει και δεσπόσει περισσότερο από κάθε άλλη να συνυπάρξει σε μεγαλείο με την τωρινή παντοδυναμία , τις Μυκήνες, ούτε διέθετε αρκετή ταπεινότητα για να προσποιηθεί τον υποτακτικό. Μετά την έκρηξη της Θήρας, είχαν εκλείψει βίαια, δεν είχαν χρόνο να ανακάμψουν μα ούτε και ηγέτη κατάλληλο. Στις Μυκήνες, ανέτειλε η Βασιλεία του Ατρέα, του δυναμικού Άνακτα κι αργότερα η Αυτοκρατορία του Αγαμέμνονα, που τους στέρησε μέχρι και τις Κυκλάδες. Η Κρήτη είχε προ πολλού χάσει τον Μίνωα της και δε θα τον έβρισκε ξανά, δε θα γεννιόταν δεύτερος μεγαλοπρεπής γιος του Δία, όπως και Δαίδαλος. Ο Λαβύρινθος ενέδρευε στα άδυτα της Κνωσού έρημος κι ο άνεμος ταξίδευε ανάμεσα στις κρύες πέτρες, για να μεταλαμπαδεύσει τα τραγούδια των άθαφτων νεκρών σαν αρχαίες διδαχές των Τιτάνων στους απέθαντους τοίχους, στο ξεραμένο αίμα του Μινώταυρου, που κι εκείνα τα υπόγεια ζωύφια σιχαίνονταν να φάνε.

Στο τρομακτικά, απόκοσμα σιγανό παλάτι, το άγαρμπα μπαλωμένο από τις καταστροφές του ηφαιστείου, διέμενε το στοιχειό μιας οικογένειας. Δεν μπορούσε κανείς να το χαρακτηρίσει με ακρίβεια μαυσωλείο ή κουφάρι. Δεν ξεχώριζε το νεκρό από το ζωντανό, η σήψη από την πρόοδο, η φωνή από τη σιωπή. Το παλάτι θύμιζε φυλακή των ζωντανών που ανέμεναν το τίποτα και οστεοφυλάκιο του ένδοξου παρελθόντος.

Την εποχή του Μίνωα, στις ίδιες αίθουσες, έτρεχαν παιδιά γελώντας, μεγάλωναν άνδρες κι η δυναστεία θεμελιωνόταν σθεναρά. Πλέον, επικρατούσε ερημιά, δε σάλευε κανείς και τάφοι ορθώνονταν· γιοί δεν υπήρχαν. Παλιά, οι κόρες του Μίνωα και της Πασιφάης, ασύγκριτα πανώριες, αξιοθαύμαστες καλλονές, τριγυρνούσαν κι εισέπρατταν φθόνο, λάγνα βλέμματα ή επαίνους, για τα μύρια τους ταλέντα. Η μόνη κόρη, πια, φώλιαζε σε έναν γυναικωνίτη και μαραινόταν, ακίνητη, σαν άγαλμα στην ακροθαλασσιά, που σταδιακά διαβρώνεται και λιώνει από την αλμύρα. Παλιά, η Βασίλισσα Πασιφάη, η κόρη του Ηλίου, αδελφή του Πέρση, του Αιήτη και της μάγισσας Κίρκης, κυκλοφορούσε επιβλητικά, σκορπούσε παντού σεβασμό και φόβο· αυτή η γυναίκα, που είχε γεννήσει το Τέρας του Λαβυρίνθου κι ελευθερώσει τον Δαίδαλο. Η τωρινή Άνασσα, μαυροντυμένη μονίμως, θρηνούσε σιωπηλά κι ετοίμαζε τον εαυτό της για τον τάφο. Ο Βασιλιάς Μίνωας, ύστερα, δεν είχε αφήσει τη γη του ποτέ, παρά μόνο για να πολεμήσει τους Αθηναίους και να βρει τον Δαίδαλο, ταξίδι από το οποίο δε γύρισε ζωντανός. Ο Άναξ Ιδομενέας, πλέον, έλειπε σε ταξίδι μια ολόκληρη δεκαετία, μοίρα χειρότερη του θανάτου, διότι δημιουργούσε μια φαύλη, εβένινη, απατηλή ελπίδα.

Ο Τρωικός Πόλεμος [Cover By -truesoul]Where stories live. Discover now