~Edit από πάνω, παραγωγής της υποφαινόμενης τρελής~
Την ξύπνησαν οι αχτίδες του ηλίου, το λευκό φως της Αυγής, με τη δροσιά να τη λούζει και να της παγώνει τα κόκαλα με ένα ρίγος αλλόκοσμο. Ένα κορίτσι βασιλικής καταγωγής, ακόμη και μεγαλωμένη δίπλα στον Ταΰγετο, δεν είχε ποτέ νιώσει το κρύο· εκτός από μερικούς μήνες που δεν ήθελε να θυμάται. Ενίοτε δυσκολευόταν να εντοπίσει αναμνήσεις ευχάριστες αλλά αυτό δεν ήταν διόλου σχετικό, την ώρα εκείνη. Απλώς, αδυνατούσε να συνηθίσει την αίσθηση του κρύου, με το παράξενο μούδιασμα. Η χιλιοτραγουδισμένη Ηώς ερχόταν κι ακόμα κι αυτή την ειρωνευόταν.
Ανοιγόκλεινε τα βλέφαρα αδιάκοπα, αγωνιζόμενη να αντέξει το φως· τα μάτια της όσο μαγευτικά γαλανά κι αν ήταν -ή πράσινα ή όπως τα έβλεπε ο καθένας, δεν έπαυαν να παρουσιάζουν ευαισθησία στο φως. Με την παλάμη της στο μέτωπο ως υποτυπώδες αλεξήλιο, τέντωσε το σώμα στην τιποτένια της κρυψώνα.
Θυμόταν, βεβαίως, ότι την είχε πάρει ο ύπνος στις επάλξεις, στην κορυφή του Ιλίου, πάνω στις πέτρες που είχαν στοιχίσει ο Φοίβος με τη λύρα και ο Ποσειδών -κατά μια ερμηνεία, συγγενείς της. Το γεγονός που την εξέπληξε ήταν ότι κανένας δεν είχε αντιληφθεί την παρουσία της εκεί, κανένας φρουρός σκοπός. Βρισκόταν στην πτέρυγα εντελώς μόνη, εξαιρετικά περίεργο, ανεξήγητο πράγμα.
Είχε αποκοιμηθεί μεθυσμένη, αυτό θυμόταν· μεθυσμένη χωρίς να έχει πιεί σταγόνα οίνου. Ο θρίαμβος του άνδρα της την είχε μεθύσει, του Μενέλαου, που είχε επιδείξει φοβερή ανδρεία και απαράμιλλο θάρρος στη διάσωση του Πάτροκλου κι η ίδια τα είχε παρακολουθήσει όλα και γέμιζε περηφάνεια και τον αγαπούσε ολοένα και περισσότερο. Όσο βλάσταινε μέσα της η αγάπη, τόσο φούντωνε το μίσος και η αποστροφή για τον εαυτό της, που είχε καταστρέψει την ευτυχία της για μια πλάνη.
Σηκώθηκε όρθια κι αφουγκράστηκε. Δεν υπήρχε πραγματικά κανείς στην πτέρυγα ούτε τριγύρω, το κάστρο ήταν έρημο. Μάζεψε το πέπλο της -το αυτοσχέδιο της σκέπασμα- τυλίχτηκε επιμελώς, για να μη φαίνονται τα ανακατωμένα της μαλλιά και προκαλούνταν βλέμματα κι ερωτήσεις.
Κινήθηκε με κάθε επιφύλαξη και κατέβηκε από την πιο κοντινή έξοδο, φεύγοντας από το τείχος, για να εισέλθει στην πόλη. Προστατευόμενη από το πέπλο και το λιγοστό φως της Ηούς, πέρασε σχεδόν απαρατήρητη, περπατώντας γρήγορα κι αποφεύγοντας όποιον συναντούσε. Ωστόσο, φτάνοντας στην πύλη, έπρεπε να δήλωνε ποιά ήταν, καθότι δεν μπορούσαν να την αναγκάσουν να βγάλει το πέπλο. Τη φωνή της τη γνώριζε όλη η Τροία, γιατί κάποτε πρώτευε στις γιορτές, στους γάμους, στις κηδείες. Κάποτε τη λάτρευαν, πλέον ήλπιζε να έφτυναν και να καταριούνταν στην αναφορά του ονόματος της. Όταν, λοιπόν, ερωτήθηκε το όνομά της, έμεινε ενεή.
YOU ARE READING
Ο Τρωικός Πόλεμος [Cover By -truesoul]
Historical Fiction#1 in Historical Fiction (3/09/2017) Ο Πόλεμος των Ελλήνων και των Τρώων από την αρχή μέχρι το τέλος. Ξεκινά από το χτίσιμο της Τροίας και τελειώνει στην επιστροφή της Ελένης στη Σπάρτη. Δεν μου ανήκει τίποτα. Ή μάλλον κάτι μου ανήκει γιατί είμαι...