Η Τέκμησσα ήταν κόρη του Βασιλέως της Φρυγίας Τελεύταντος, μεγαλωμένη σε κάθε άνεση και επιείκεια. Ποτέ δεν της είχε λείψει τίποτα· ούτε χάρη ούτε εύνοια. Ήταν μοναχοκόρη, ηλικιακά ανάμεσα σε δυο αδελφούς και μια δεδομένη στοργή από όλους. Ως αδυναμία βρισκόταν στις καρδιές των γονιών, των αδελφών, των νυφών, των ανιψιών, των υπηρετών και των υπηκόων της Φρυγίας, ώστε, όταν δήλωσε πως ήθελε να μείνει εφ'όρου ζωής αγνή και να αφιερωθεί στους γονείς της, κανένας δεν είχε προβάλει αντίρρηση.
Ωστόσο, η επιδρομική εισβολή των δαιμονίων Αχαιών στη γη τους με επικεφαλής τον Αίαντα, τον γιο του ήρωα Τελαμώνα, γκρέμισε το σπίτι, την καρδιά και τον κόσμο της. Ο πατέρας κι οι αδελφοί της είχαν σφαχτεί βάρβαρα, η μητέρα της είχε πωληθεί ως σκλάβα στη Ρόδο κι η ίδια είχε οδηγηθεί μπροστά στον πρίγκιπα της Σαλαμίνας, πνιγμένη στα δάκρυα και με φωνή σβησμένη από τις διαρκείς κραυγές. Η ομορφιά της είχε υποσκελιστεί, διότι είχε χαράξει το πρόσωπο με τα νύχια θρηνώντας την οικογένειά της, καθώς και τα ρούχα της είχαν σκιστεί κι έμοιαζε πιότερο με παντοτινή σκλάβα παρά με βασιλογέννητη κόρη.
Ο Αίας δεν είχε αρθρώσει λέξη. Μονάχα την είχε περιεργαστεί με τα μάτια ψυχρά, σχεδόν αδιάφορα και τελικά είχε ψιθυρίσει κάτι στο αυτί του ενός από τους δυο στρατιώτες που την είχαν σύρει εμπρός του.
Την είχε πλύνει και λούσει μια κωφή γερόντισσα, σκλάβα -όπως της εξήγησε- από τη Λέσβο. Έπειτα, είχε ντυθεί με ρούχα πολύ πιο λιτά από όσο είχε συνηθίσει αλλά δεν αντιμίλησε, κυριευμένη από τρόμο και το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Ύστερα, την είχαν οδηγήσει στη σκηνή του Πρίγκιπα Αίαντα, που ήταν πέντε φορές μεγαλύτερη από εκείνη που είχε διαμείνει ως τότε. Παρόλα αυτά, αν δεν την ενημέρωναν ότι οσονούπω ο Άρχων θα έφτανε, δε θα μπορούσε να διανοηθεί ότι η σκηνή ανήκε στον νέο της Κύριο. Σχεδόν είχε φτύσει στη σκέψη και μόνο του τίτλου. Ποτέ στη ζωή της δεν είχε ούτε περίμενε να αποκτήσει κι όμως πλέον έπρεπε να συνηθίσει στην ιδέα και στην πράξη.
Η σκηνή ήταν παραπάνω από λιτή· απολύτως απέριττη, σχεδόν άδεια, σαν ακατοίκητη. Ένα και μοναδικό τρίποδο τραπέζι με τρία καθίσματα από ταπεινό ξύλο ελιάς και γυμνά, χωρίς υφασμάτινα στρώματα ή δέρματα. Η οπλοθήκη -από το ίδιο ξύλο κι εξίσου άδεια- δέσποζε σε μια γωνία χωρίς ίχνος σκόνης μα με αρκετές γρατζουνιές αιχμών· εκείνη ήταν η μοναδική απόδειξη ότι η σκηνή κατοικούταν.
DU LIEST GERADE
Ο Τρωικός Πόλεμος [Cover By -truesoul]
Historische Romane#1 in Historical Fiction (3/09/2017) Ο Πόλεμος των Ελλήνων και των Τρώων από την αρχή μέχρι το τέλος. Ξεκινά από το χτίσιμο της Τροίας και τελειώνει στην επιστροφή της Ελένης στη Σπάρτη. Δεν μου ανήκει τίποτα. Ή μάλλον κάτι μου ανήκει γιατί είμαι...