Αφότου το δόρυ της Πανθεσίλειας είχε βρει τραγικά το στήθος της αδελφής της κι όχι του Ληστή, όπως ονόμαζαν οι Αμαζόνες τον Θησέα, μολονότι δεν αποφασίστηκε καμία κύρωση στο πρόσωπό της, αυτοεξορίστηκε από τη Θεμίσκυρα οικειοθελως, με τσακισμένη υπερηφάνεια και την αίσθηση του μέγιστου εγκλήματος στους ώμους της. Είχε λιώσει σε μια στιγμή όλη της η θέληση για ζωή, για πολέμους, για νίκες και θριάμβους.
Η Πανθεσίλεια ήταν η δεύτερη κόρη του Άρη και της Ορτήρης, μετά την Ιππολύτη. Σε αντίθεση με την αδελφή της, που αναγνώριζε την αξία της πολιτικής στη διακυβέρνηση, του πολιτισμού, της μόρφωσης, της πολυμάθειας, η Πανθεσίλεια φάνταζε εξαρχής γεννημένη με τόση ενέργεια, πάθος και ορμή, που δεν αναγνώριζε σε τίποτα μεγαλείο πλην του Πολέμου, ως και άξια κόρη του Άρη. Ο πατέρας της αυτοπροσώπως, λοιπόν, έγινε ο εκπαιδευτής της κι, όταν, τελικά, ανέλαβε το Στέμμα η Ιππολύτη, η Πανθεσίλεια έγινε ανεπίσημα η Αρχιστράτηγος, εκείνη που οργάνωνε, σχεδίαζε και ηγούταν κάθε στρατιωτικής επιχείρησης των Αμαζόνων, είτε συμμετείχε η Ιππολύτη είτε όχι. Έχαιρε λατρείας και άπλετου θαυμασμού από κάθε Αμαζόνα, όπως κι από τους Γαργαρηνούς, οι οποίοι διαπληκτίζονταν, για να κερδίσουν την προσοχή της και το προνόμιο της νυχτερινής συντροφιάς της, στην όποια της επίσκεψη. Δεν το είχε αποδώσει ποτέ στην ομορφιά της, δεν είχε θεωρήσει ποτέ ότι θα μπορούσε να καταταχθεί στις εύμορφες Αμαζόνες, οπότε, ικανοποιούταν διπλά.
Η αθάνατη ζωή της, ωστόσο, έπαψε, πάγωσε, όταν σκότωσε την Αντιόπη. Λανθασμένα, μη ηθελημένα μα δεν είχε καμία σημασία, μονάχα το ειδεχθές αποτέλεσμα μετρούσε. Έκτοτε, δεν αισθανόταν παρά ένα ερυθρό μίσος να καίει μέσα της ακατάπαυστα, για τον εαυτό της μονάχα. Σιχαινόταν τον εαυτό της, δεν ήθελε να αντικρίσει το είδωλό της ποτέ ξανά, λαχταρούσε να φάει τις σάρκες της σαν τον Ερισύχθονα, να κλειστεί σε έναν τάφο και να μην την ξαναδεί ποτέ κανείς.
Αυτοεξορίστηκε, παρά τις διαφωνίες των αδελφών της. Έφυγε από τη Θεμίσκυρα, την πατρίδα της, το μέρος που ομορφότερο του δε γνώριζε καμία Αμαζόνα, ένα μέρος ελευθερίας, ανεξαρτησίας, ευτυχίας. Δεν της άξιζε πλέον. Τριγυρνούσε στον κόσμο ολούθε, οπουδήποτε την οδηγούσαν τα πόδια και τα άτια της, αποφεύγοντας μονάχα την Αττική κι όποιο μέρος άκουγε έστω κι απόμακρα το όνομα Θησέας.
Ένα φάντασμα έγινε, ανάμεσα σε ζωντανούς, μια εντελώς χαμένη ψυχή, χωρίς καμία ύπαρξη, χωρίς αλληλεπίδραση, που προσευχόταν να πεθάνει αλλά οι Μοίρες κι οι Ερινύες ήταν αμείλικτες. Μια έκπτωτη ηρωίδα που κατήντησε σκιά αχνή, ταυτόσημη απόλυτα με τον Οιδίποδα των Θηβών και τον Ηρακλή, μετά τους μαζικούς φόνους της οικογένειας του. Όταν τους είχε διηγηθεί κάποτε, φάνταζε χιλιετίες πριν, την ιστορία του, η Πανθεσίλεια τον ονείδιζε, θεωρούσε ότι καμία τιμωρία δε θα ήταν αρκετή για το έγκλημα του, όχι απλά δέκα χρόνια υπηρεσίας στον ξάδελφό του. Εκείνη, πάλι, ένιωθε πια ότι θα έπρεπε ολότελα να ξεχάσει την κάθαρση και τη γαλήνη. Κανείς δεν τη δεχόταν στο σπίτι του, για να την εξαγνίσει είτε από φόβο είτε από μίσος είτε από απλή άγνοια, αφού είχε χάσει όλη της την επιβλητική αίγλη και το κλέος.
YOU ARE READING
Ο Τρωικός Πόλεμος [Cover By -truesoul]
Historical Fiction#1 in Historical Fiction (3/09/2017) Ο Πόλεμος των Ελλήνων και των Τρώων από την αρχή μέχρι το τέλος. Ξεκινά από το χτίσιμο της Τροίας και τελειώνει στην επιστροφή της Ελένης στη Σπάρτη. Δεν μου ανήκει τίποτα. Ή μάλλον κάτι μου ανήκει γιατί είμαι...