LIII ~ Η Συντριβή της Εξύψωσης

141 11 92
                                    

Ο Μέμνων, για πρώτη φορά στη μακρά ζωή του, είχε αποφασίσει να θέσει τη δική του θέληση και όραμα πάνω από εκείνα της Τιτανίδας μητέρας του. Όσο κι αν επέμενε, όσο κι αν τον πίεζε για το αντίθετο η Ηώς, δε θα έμενε αμέτοχος, δε θα επέτρεπε η Αιθιοπίδα να μη συμμετάσχει στον Πόλεμο της Τροίας και να μη δώσει τον προσωπικό του αγώνα για την εκδίκηση του Έκτορα. Ακόμη κι ο ίδιος εκπλησσόταν με το θάρρος και θράσος του, που δεν υπολόγιζαν μητρική και θεία διαφωνία. Έθετε το ήθος και το φρόνημα του πάνω από όλα και για αυτό, ήταν υπερήφανος. Μολαταύτα, όπως κάθε άλλη φορά που έφευγε για μακρινή εκστρατεία, επιβαλλόταν να τακτοποιήσει μια σειρά εκκρεμοτήτων, για να μην επιβληθεί ποτέ χάος στην αγαπημένη του πατρίδα, το όνομα της οποίας έπαιρνε μαζί του σαν ευλογία, ταξιδεύοντας τον Κόσμο και συσσωρεύοντας κλέος.

Αμέσως αφού έλαβε την απόφαση του, ζήτησε να δει τον αδελφό του. Ο Ημαθίων, μονίμως διασκεδάζοντας με φαγητό, ποτό και κάθε λογής απόλαυσης, δεν είχε αρνηθεί ποτέ να τον δει ή είχε καθυστερήσει σε συνάντησή τους. Έφτασε στο δώμα του Βασιλικού Συμβουλίου σχεδόν αμέσως μετά το κάλεσμα, με μαλλιά βρεγμένα, μοσχομυριστός και ρούχα ολοκάθαρα.

«Συγχώρεσε μου την περιβολή, Μέμνων,» τον χαιρέτησε ντροπαλά. «Ήθελα να συνέλθω από το μέθη μα οι δούλες άδραξαν την ευκαρία και με γυαλίσαν για τα καλά.»

«Δεν υπάρχει τίποτα να συγχωρήσω, αδελφέ μου,» σηκώθηκε και τον υποδέχτηκε με θερμό εναγκαλισμό, προτού του υποδείξει να καθίσει δίπλα του. «Πώς είναι τα παιδιά σου; Οι σύζυγοι σου;»

«Δε θα έπρεπε να ρωτάς, αφού βλέπεις τα παιδιά μου πολύ συχνότερα από ό,τι εγώ,» αποκρίθηκε χαμογελαστά ο Ημαθίων, απολαμβάνοντας την πάντοτε χαλαρή και ζέστη ατμόσφαιρα. Ανέκαθεν, έτσι του φερόταν ο Μέμνων, ακόμα κι αν είχε διαπράξει την πιο παράλογη, ανόητη και διαβόητη πράξη. Εφόσον δε συνιστούσε έγκλημα, ο Μέμνων δεν τον επέπληττε καν, αφήνοντας το έργο αυτό στους γονείς τους. «Αν κι είμαι βέβαιος ότι η σεβαστή μητέρα θα επιθυμούσε να κρατάς συντροφιά στις συζύγους μου παρά στα παιδιά μου.»

«Θαρρείς ότι έχω τόσο έκπτωτες κι ανύπαρκτες αρχές, σαν εσένα;» Ανασήκωσε το φρύδι ο γίγαντας με προσποιητή αυστηρότητα.

Ξέσπασαν κι οι δυο σε γέλωτες τρανταχτούς, γάργαρους, παιδικούς, σαν να μην είχε περάσει ημέρα από όταν κυνηγούσαν ο ένας τον άλλον γύρω από τα πόδια του Βασιλιά πατέρα τους.

Ο Τρωικός Πόλεμος [Cover By -truesoul]Where stories live. Discover now