ΧΧΧΙV Αγαμέμνων ο Αρχιστράτηγος και οι Ήρωες

343 20 166
                                    

Ο Ρήσος είναι νεκρός.

Η κραυγή του Ιπποκόωντα ταξίδεψε με τον άνεμο, το θρόισμα των δέντρων, τον παφλασμό των κυμάτων και το κελαήδισμα των πουλιών, πέρα από το Πέλαγος, μέχρι το πράο δάσος του Πηλίου, όπου είχαν συγκεντρωθεί οι Μούσες και συνέθεταν νέους ύμνους των ηρώων, συνοδεία του Πάνα και του Διονύσου. Από τότε που είχε πεθάνει ο μέγας Χείρων, το βουνό είχε σιωπήσει, η μουσική του άρμοζε, διψούσε για μελωδία κι εκείνοι σκόπευαν να του την προσφέρουν απλόχερα. Μέχρι που έφτασε η τρομερή είδηση, από έναν και μόνο ερωδιό.

Η Ευτέρπη, η Μούσα της Μουσικής, η Δωρήτρια της Ευδαιμονίας, που είχε γεννήσει τον Ρήσο στην ίδια σπηλιά όπου κάποτε είχε γεννηθεί ο Άρης, στις απόκρημνες πλαγιές της Θράκης, άκουσε την κραυγή κι έντρομη έσπευσε στην Τροία, πετώντας μέσα στον άνεμο σαν αερικό, λαχταρώντας να δει και να ακούσει με τα μάτια και τα αυτιά της όλα τα μαύρα μαντάτα που τις επιφύλασσαν οι Μοίρες. Ο Ρήσος επρόκειτο για το πρώτο της παιδί και το λάτρευε με όλη της την αθάνατη ψυχή.

Οι Θράκες την αναγνώρισαν ευθύς. Πολλάκις την είχαν δει στο πλευρό του νεκρού τους Άνακτα κι έτσι παραμέρισαν με σεβασμό και δουλοπρέπεια, επιτρέποντας της άμεση πρόσβαση στη σκηνή του παιδιού της, όπου πλέον κειτόταν το άψυχο κουφάρι του, σφαγμένο κι αποκεφαλισμένο.

Χωρίς φωνή, σωριάστηκε στα γόνατα η αθάνατη μάνα και πήρε το πτώμα στα χέρια της, κλαίγοντας σιωπηλά. Μονάχα έτριβε τα χέρια της νωχελικά, ανεπαίσθητα πάνω στον σκονισμένο, καταματωμένο του χιτώνα, που είχε υφάνει η ίδια και τα δάκρυα της δεν είχαν τελειωμό.

Δεν περίμενε να πάψει ο θρήνος ή το κλάμα της, ήταν σίγουρη πως για πολύ καιρό ακόμα θα συνέχιζαν ακάθεκτα. Σηκώθηκε όρθια, στητή, φέροντας το άψυχο παιδί στα χέρια της αγέρωχη, συγκρατούσε εύκολα το υπέρμετρο βάρος του με τη θεϊκή της δύναμη.

«Ο γιος μου γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θράκη, νίκησε αμέτρητες μάχες και πολέμους επιβλητικούς. Των στυγερών εχθρών, υπήρξε φόβος και τρόμος. Είχε σφάξει ήρωες άπειρους στο πεδίο της μάχης και σκοτώθηκε ανέντιμα, λαθραία, από έναν επιδειξία Αργίτη, ενώ ληστεύτηκε σαν κοινός θνητός κι ανόητος,» φώναξε, με φωνή πονεμένη μα σταθερή και δυνατή. Τα δάκρυα δεν έπαψαν στιγμή να κυλούν, μουσκεύοντας τα αλαβάστρινα μάγουλα, για να γυαλίζουν στο αχνό φως της Σελήνης που έδυε. Ύψωσε το νεκρό κορμί στον ουρανό, τέντωσε τα χέρια της κι η φωνή εξελίχθηκε σε βογκητά απεγνωσμένο. «Άρη, Θεέ ύψιστε, γέννημα της Θράκης, σε εσένα προσεύχομαι και ζητώ εκδίκηση. Σε ικετεύω, ας πληρώσουν αυτοί που έκοψαν το νήμα της ζωής του γιού μου τόσο άδικα κι άδοξα. Φρόντισε το εσύ, που με μια σου ματιά, δύνασαι να διαλύσεις στρατούς! Το ξέρω, θα συνεχίσει να ζει το παιδί μου, ως Θεός στη Θράκη, όπως του αξίζει. Ωστόσο, δε θα μπορέσει να εκδικηθεί για τον θάνατό του, για αυτό και ζητώ τη συμβολή σου!»

Ο Τρωικός Πόλεμος [Cover By -truesoul]Where stories live. Discover now