Η Εκαμήδη, δούλα του Νέστορα, βγήκε από τη σκηνή, αναζητώντας νερό στο μεγάλο πιθάρι που φυλασσόταν έξωθεν της. Ετοίμαζε λουτρό για τον κύρη της μα και για τον τραυματισμένο τους φιλοξενούμενο, τον Μαχάονα, τον γιο του Ασκληπιού, τον καλύτερο ιατρό που είχε ο στρατός τους και δεν έπαυε να πηγαινοέρχεται στη σκηνή του, για να βοηθάει τις γυναίκες που πάλευαν μόνες με τους αναρίθμητους πλέον πληγωμένους. Όταν πλέον η μετακίνηση καθίστατο αδύνατη, διότι δεν υπήρχε χώρος διέλευσης για κανέναν παρά για τις θεραπεύτριες, ο Μαχάων έμεινε μόνιμα με τον Νέστορα κι έτσι, είχε ζητηθεί από την ταπεινή κι εργατική Εκαμήδη να επιληφθεί ενός πραϋντικού λουτρού.
Γύρισε πολύ γρήγορα, έχοντας γεμίσει επιμελώς μπόλικα λαΐνια κι αμφορείς, για να βεβαιωθεί πως το λουτρό θα ήταν πλήρες και το νερό του άφθονο.
«Πρώτα τον φιλοξενούμενο μας,» πρόσταξε ο Νέστωρ κι η δούλη οδήγησε τον Μαχάονα στην ανάλογη γωνία, με το χέρι της για έρεισμα επιπρόσθετο.
Ενώσο η κοπέλα έπλενε τον τραυματία, ο Άναξ της Πύλου έτρωγε το λιτό μα θρεπτικό γεύμα που είχε ετοιμάσει. Το κρεμμύδι και το μεστό κρασί πλέον συνόδευαν ψωμί κι ελιές ξαρμυρισμένες. Τότε, άκουσε ο γέροντας σοφός τον αλαλαγμό της μάχης να φουντώνει έντονα κι απότομα, ενώ ακουγόταν εγγύτερα από ποτέ. Ανησύχησε. Σηκώθηκε από το τραπέζι και φώναξε προς τα άλλα δυο πρόσωπα της σκηνής.
«Έχει αγριέψει η οχλαγοή. Ακούω τη βοή των ανδριωμένων στα πλοία να δυναμώνει. Τρέχω να μάθω τι συμβαίνει. Εσείς, μείνετε εδώ. Εκαμήδη, φρόντισε μονάχα το νερό να είναι αρκετά ζεστό, πρόσεχε τις πληγές του και να προσέξεις να φύγει η βρωμιά και το αίμα της μάχης!»
«Μείνε ήσυχος, κύριε μου,» τον καθησύχασε η κοπέλα.
Ο νεότερος των Αργοναυτών, δεν έφυγε άοπλος. Φορούσε ήδη την πανοπλία του μα έλειπαν τα άρματα. Πήρε μια απλή ασπίδα -τη δική του την είχε αναλάβει με καμάρι ο δευτερότοκος του, ο Θρασυμήδης- κι ένα ακόντιο μακρύ, άρτια ακονισμένο. Έσπευσε στην άκρη του στρατοπέδου τους, ατενίζοντας τη μάχη, για να εκπλαγεί τρομερά από το ειδεχθές θέαμα που αντίκριζε. Οι Αχαιοί έτρεχαν πανικόβλητοι, σε πλήρη αναταραχή κι οι άτολμοι Τρώες τους κυνηγούσαν μανιασμένα, με το τείχος ολότελα γκρεμισμένο. Σφίχτηκε η καρδιά του. Έτρεμε για τη μοίρα των γιών του που πολεμούσαν, των ανδρών και συντοπιτών του μα και λυπήθηκε το τείχος, που ήταν δική του ιδέα κι οι Δαναοί είχαν εξουθενωθεί, για να το χτίσουν ταχέως. Σφόδρα, η ψυχή του χωρίστηκε στα δυο. Δεν ήξερε πού ήταν αναγκαιότερος· να πήγαινε να βοηθήσει στον πόλεμο ή να έσπευδε να βρει και να ενημερώσει τον Αγαμέμνονα, στη σκηνή των Ασκληπιάδων; Ο Ατρείδης Αρχιστράτηγος έπρεπε να γνωρίζει πόσο είχαν δυσχεράνει τα πράγματα αλλά κι η πατρική καρδιά του ούρλιαζε να συντρέξει τα παιδιά του, να μάθαινε αν ήταν καλά. Οι ηρωισμοί δεν τον ενδιέφεραν ποσώς, μολονότι τους εκπαίδευε μια ζωή για ανδρείους. Μονάχα η επιβίωση κι η υγεία τους τον ένοιαζε.
YOU ARE READING
Ο Τρωικός Πόλεμος [Cover By -truesoul]
Historical Fiction#1 in Historical Fiction (3/09/2017) Ο Πόλεμος των Ελλήνων και των Τρώων από την αρχή μέχρι το τέλος. Ξεκινά από το χτίσιμο της Τροίας και τελειώνει στην επιστροφή της Ελένης στη Σπάρτη. Δεν μου ανήκει τίποτα. Ή μάλλον κάτι μου ανήκει γιατί είμαι...