Η Ελένη παιδιόθεν απεχθανόταν κάθε ασχολία που ελαφρά τη καρδία ή ανεπαίσθητα χαρακτηριζόταν γυναικεία. Το κέντημα, το πλέξιμο, το ράψιμο, τον αργαλειό, τη νοσηρή περιέργεια στις συζητήσεις με τις γυναίκες, τη σιωπή στις συζητήσεις με τους άνδρες. Κάποτε, τις άρεσαν τα ακριβά υφάσματα, τα περίτεχνα κοσμήματα κι ύστερα, τα σιχάθηκε, γιατί συνειδητοποίησε ότι είχε χάσει την οικογένεια και το σπίτι της. Πλέον, παραγκωνισμένη από όλους, στην εντελή σιγή του δώματος της, όταν δεν γυμναζόταν για το μυστικό έργο που είχε αναλάβει από την Κασσάνδρα, η μοναδική ασχολία που τη γαλήνευε ήταν ο αργαλειός.
«Τι υφαίνεις σήμερα, κυρά μου;» Έσπασε τη σιωπή ευγενικά η γερόντισσα Αίθρα, σιμώνοντας αργά, διακριτικά, με το δικό της εργόχειρο ανά χείρας, που κεντούσε. «Είδα πως πήρες καινούριες κλωστές.»
«Θα υφάνω τον Ταϋγετο καθρεφτισμένο στον Ευρώτα, Αίθρα. Θα το κρεμάσω πάνω από την κλίνη μου, για να μη λησμονήσω την πανέμορφη, γλυκιά πατρίδα.»
«Το άλλο το έκρυψες καλά;»
Η Ελένη μειδίασε γλυκόπικρα.
«Φυσικά. Μολονότι θα έπρεπε να το κρεμάσω στην είσοδο, να το θωρούν ως κι οι φρουροί της περιπόλου.»
Το άλλο, το πρώτο υφαντό που είχε ολοκληρώσει ποτέ στη ζωή της, παρίστανε τον Μενέλαο, ωσάν δεύτερο Ηρακλή, ρωμαλέο, γίγαντα, άψογο, θηριώδη, με τα πυρόξανθα μαλλιά του να ανεμίζουν και να σκοτώνει τον Πάρι, όπως είχε κοντέψει να πράξει. Τίποτα δεν είχε ευφράνει την καρδιά της περισσότερο από αυτό. Ωστόσο, στην πραγματικότητα, εκείνη θα σκότωνε τον Πάρι και δε περίμενε κανέναν άνδρα να τη σώσει· όχι πια.
Για λίγο, άφησε το υφαντό κι αφοσίωσε βλέμμα και νου στην γερόντισσα υπηρέτριά της, τον πιο γαλήνιο άνθρωπο γύρω της κι αυτόν που της θύμιζε την πιο σκοτεινή και τραυματική στιγμή στη ζωή της. Είχε ταχθεί στην υπηρεσία της, η Πριγκίπισσα της Τροιζήνας, για να εξαγνίσει το αμάρτημα -το έγκλημα- του γιού της.
ESTÁS LEYENDO
Ο Τρωικός Πόλεμος [Cover By -truesoul]
Ficción histórica#1 in Historical Fiction (3/09/2017) Ο Πόλεμος των Ελλήνων και των Τρώων από την αρχή μέχρι το τέλος. Ξεκινά από το χτίσιμο της Τροίας και τελειώνει στην επιστροφή της Ελένης στη Σπάρτη. Δεν μου ανήκει τίποτα. Ή μάλλον κάτι μου ανήκει γιατί είμαι...