ΧΧVI Η Μονομαχία του Πεπρωμένου

610 35 516
                                    

Την ώρα που ο Όνειρος ψιθύριζε την πλεκτάνη του Δία στο αυτί του Αγαμέμνονα, η Κασσάνδρα στριφογύριζε στο κρεβάτι της με τα μάτια ορθάνοιχτα και τα χέρια της να τσούζουν. Αν και είχαν περάσει πέντε ημέρες, οι καρποί της πονούσαν ακόμα από τα δεσμά· η σεβαστή μητέρα της Βασίλισσα Εκάβη είχε διατάξει -με βαριά καρδιά- να τη δέσουν με σκοινί στην κάμαρα της, για να μην τριγυρνά στο παλάτι και σπέρνει τον πανικό με τα ουρλιαχτά και τα βογκητά της, που ορισμένες φορές δε διέθεταν καμία συνάφεια ή νόημα. Τώρα που ο Πάρης ήταν αποδεκτός από όλους και αγαπητός, εκείνη είχε αποκτήσει τον τίτλο του μαύρου προβάτου της οικογένειας. Όλο και συχνότερα τύχαινε να ακούει τη μητέρα της έξω από την κάμαρη της να σιγοψιθυρίζει με άλλες γυναίκες ακόλουθους ή θεραπαινίδες.

Αυτό το κορίτσι είναι ευλογημένο όσο και καταραμένο από τους Θεούς. Όση προίκα κι αν της δώσουμε, κανείς δε θα τη δεχτεί για γυναίκα, τι κι αν είναι Βασιλοπούλα της Τροίας· σαν θωρεί τα μάτια της λυσσασμένα από την παράνοια, ποιός μπορεί να την αντέξει;

Γέλασε ειρωνικά στην άγνοια της μητέρας της. Ωστόσο, χαιρόταν ταυτόχρονα, διότι αν γνώριζε η Εκάβη τη μαύρη τύχη της κόρης της, ίσως και να έφτανε στο σημείο να τη μισήσει.

Τις τελευταίες δώδεκα ημέρες, από τότε που είχε διαδοθεί στο Ίλιο το νέο της διαμάχης του μεγάλου Ατρείδη και του Αχιλλέα, του φόβου και του τρόμου των Τρώων, η Κασσάνδρα κάθε φορά που έκλεινε τα μάτια της είχε το ίδιο, επαναλαμβανόμενο όνειρο. Έναν εφιάλτη σταλμένο από το Χάος, το Έρεβος και τα Τάρταρα.

Η πόλη η αγαπημένη, η μόνη πατρίδα που είχε γνωρίσει, ήταν τυλιγμένη στις φλόγες. Η ματιά της που έτσουζε από τους καπνούς είχε καρφωθεί στο υψηλότερο σημείο, εκεί όπου δέσποζε ο ναός της Παλλάδας. Το μεγάλο πέτρινο άγαλμα της παρθένου κόρης είχε μαγικά βγει έξω από τον ναό που φλέγονταν και την κοιτούσε λυπημένα. Στο τέλος, άνοιγε το μαρμάρινο στόμα της και βροντοφώναζε, σηκώνοντας απειλητικά το δόρυ της· "Ο Θάνατος πλησιάζει".

Ήδη γνώριζε την ερμηνεία αυτού του ονείρου· η στιγμή της άλωσης και της καταστροφής ήταν πολύ πιο κοντά από όσο περίμεναν. Παρόλα αυτά, δεν είχε παραδεχτεί να μοιραστεί με κανέναν την προφητεία της, διότι κανένας δεν επρόκειτο να την πίστευε. Όσο για τον αγαπημένο της δίδυμο αδελφό Έλενο, εξαφανιζόταν μέρες ολόκληρες στις απόκρυμνες σπηλιές της Ίδας, μια που κι εκείνου ο νους κατακλυζόταν με οιωνούς και προφητείες και του ήταν αδύνατον να γαληνεύσει ανάμεσα σε τόσους ανθρώπους και ποτισμένους με περιέργεια συνδαιτυμόνες.

Ο Τρωικός Πόλεμος [Cover By -truesoul]Where stories live. Discover now