Chapter 28

690 55 2
                                    

"Ναι" απάντησε στην κλήση του κινητού της.

"Που είσαι βρε ηλίθια;"  την ρώτησε ο φίλος της.

"Τι σε έπιασε πρωί πρωί κούκλε μου;" τον ρώτησε και εκείνη απορημένη.

"Φίλε έχασες και την τέταρτη ώρα, ο Σιδηρόπουλος ωρύεται και φωνάζει" την ενημέρωσε.

"Χέστηκα, πες του να με αφήσει να κοιμηθώ ακόμη ένα πεντάωρο μην έρθω σχολείο και τα κάνω όλα ανάστα ο κύριος" του είπε και έχωσε το κεφάλι της βαθύτερα του μαξιλαριού.

"Καλά, θα βγούμε μετά;" την ρώτησε ο Δημήτρης.

"Θα δείξει, καληνύχτα" του είπε και έκλεισε απότομα το κινητό της παρατώντας το στην άκρη του κομοδίνου.

"Κάτσε. Τι εννοείς έχασα και την τέταρτη ώρα; τώρα δηλαδή τι ώρα είναι; θεέ μου ο παππούς." σκέφτηκε από μέσα της και πετάχτηκε απο το κρεβάτι απότομα.

Κοίταξε το ρολόι της και αντίκρισε 11.49. Χωρίς καμιά δεύτερη σκέψη έτρεξε στο μπάνιο, έπλυνε βιαστικά τα δόντια και το πρόσωπο της και επέστρεψε στο δωμάτιο. Έβαλε το μαύρο της κολάν και την μεγάλη μαύρη της φούτερ, άρπαξε το κινητό και την τσάντα της και έτρεξε στην εξώπορτα. Έβαλε τα παπούτσια της και έφυγε για την στάση του λεωφορείου.

Προχωρούσε βιαστικά για πέντε μετρημένα λεπτά, περίμενε αλλά πέντε ως που να φτάσει το λεωφορείο. Ανέβηκε και έκατσε σε μια από τις άδειες θέσεις. Περίμενε αρκετή ώρα ως που να φτάσει στο νοσοκομείο όπου βρισκόταν ο παππού της.

Βλασφήμησε αρκετές φορές μέχρι να κατεβεί από το μέσο μαζικής μεταφοράς, αλλά κατεβαίνοντας άφησε μια μεγάλη ανάσα ανακούφισης.

"Όμορφη κοπέλα" άκουσε μια φωνή να λέει.

"Συγγνώμη σε μένα μιλάτε;" γύρισε αμέσως και ρώτησε μια μικροκαμομένη κύρια που στεκόταν από πίσω της μπροστά στην είσοδο του νοσοκομείου.

"Ναι όμορφο κορίτσι" της είπε και την πλησίασε.

"Σας ευχαριστώ καλή σας μέρα" είπε και έκανε να προχωρήσει.

"Κακόμοιρο κορίτσι" συμπλήρωσε η περίεργη γρια και η Αλεξάνδρα αμέσως γύρισε να την κοιτάξει καλύτερα.

Ήταν πολύ περίεργη. Δεν έμοιαζε με τις συνηθισμένες γιαγιάδες της εποχής. Ήταν μικροκαμομένη με μακριά γκρίζα μαλλια που ήταν χτενισμένα σε δυο γαλλικές κοτσίδες, ενώ στο κεφάλι φορούσε μια μαντίλα τυλιγμένη γύρω γύρω. Τα ρούχα της φαινόντουσαν παλιά και λερωμένα ενώ δεν φορούσε καν παπούτσια στα πόδια της. Στα χέρια της είχε ένα μικρο κολιέ από μαύρες πέτρες που δεν σταμάτησε να επεξεργάζεται καθόλου από την στιγμή που μίλησε με την Αλεξάνδρα. Αυτό όμως που της έκανε εντύπωση ήταν τα μεγάλα μάτια της. Η διάφορα των χρωμάτων την έκανε να νιώσει περίεργα και να κοιτάξει καλύτερα. Το ένα είχε γκρίζο χρώμα, το χρώμα του φεγγαριού, ενώ το άλλο ήταν καταγάλανο, του ουρανού.

Unexpected love.Where stories live. Discover now