*Τα πνευματικά δικαιώματα της ιστορίας είναι επίσημα κατοχυρωμένα με τις νόμιμες διαδικασίες.
Τα φίλτρα της Αλθίας της είχαν ρίξει σε έναν βαθύ ύπνο. Ή είχε λιποθυμήσει. Ο καθαρισμός του μπράτσου της ήταν μια εμπειρία που δεν ήθελε να ξαναζήσει. Ποτέ. Της είχαν δώσει ένα ρόφημα για τον πόνο, αλλά και πάλι, η Αριάνα και η Νταίνα είχαν αναγκαστεί να την κρατάνε κάτω όσο η Αλθία σκάλιζε το κατακρεουργημένο μπράτσο της με σιδερένιες τσιμπίδες για να αφαιρέσει τα γυαλιά. Ο πόνος ήταν αφόρητος, λες και η ηλικιωμένη θεραπεύτρια ξεκολλούσε τον μυ από το οστό.
Είχε μείνει ξαπλωμένη στο κρεβάτι που η Αλθία περιποιούνταν τους ασθενείς της, στην κουζίνα δίπλα στο τζάκι, γυρισμένη στο αριστερό πλευρό της όσο η θεραπεύτρια δούλευε. Δάγκωνε τα χείλη της για να μην ουρλιάξει, τόσο δυνατά που είχαν ματώσει, προσπαθώντας να μείνει ακίνητη. Η Αλθία έριχνε τα ματωμένα γυαλιά που τραβούσε μέσα από το δέρμα της σε ένα μπολ. Δεν τα έβλεπε αλλά τα άκουγε να πέφτουν με ένα κρυστάλλινο κλινγκ. Άρχισε να τα μετράει σε μια προσπάθεια να απασχολήσει το μυαλό της και να το αποσπάσει από τον πόνο.
Σαραντα-τρία, σαράντα-τέσσερα...
Ο Έρικ ήταν στο πλευρό της, κρατώντας το καλό χέρι της μέσα στο δικό του για να της δώσει κουράγιο. Υπήρχαν τόσα που ήθελε να του πει. Να του ζητήσει συγνώμη. Αλλά δεν τολμούσε να ανοίξει το στόμα της από φόβο για το τι ζωώδεις, βασανισμένοι ήχοι θα έβγαιναν από μέσα.
Πενηντα-δυο, εξηντα-πέντε...
Έχασε το μέτρημα. Το κεφάλι της είχε θολώσει λες και μια παχιά ομίχλη είχε τυλίξει το μυαλό της. Ένιωθε το σώμα της βαρύ και άχρηστο. Τα βλέφαρα της απέκτησαν δική τους βούληση και έκλεισαν μόνα τους χωρίς να το καταλάβει.
Κοιμήθηκε σαν πεθαμένη. Ήταν ένας ύπνος δίχως όνειρα ή σκέψεις. Αυτό ακριβώς που χρειαζόταν, μια ανάπαυλα από τις εξελίξεις που έτρεχαν τόσο γρήγορα που δεν ήταν σίγουρη ότι μπορούσε να τις προφτάσει. Ο χρόνος είχε χάσει το νόημα του. Μπορεί να κοιμόταν για μέρες ή βδομάδες. Ήθελε να μείνει σε αυτό το σκοτεινό, γαλήνιο μέρος. Δεν ήταν έτοιμη να επιστρέψει στην ζοφερή πραγματικότητα.
Δυστυχώς, αυτό ήταν κάτι που δεν μπορούσε να ελέγξει.
Ένιωσε μια παρουσία μέσα στο δωμάτιο. Άνοιξε αργά τα βλέφαρα της. Τα παράθυρα της κουζίνας ήταν σκοτεινά. Δυο κεριά έκαιγαν πάνω στο τραπέζι και άλλο ένα πάνω στο πλαίσιο του τζακιού. Οι μικρές πορτοκαλί φλόγες χόρευαν σαν νεράιδες μέσα στο σκοτάδι ρίχνοντας το απαλό τους φως στο δωμάτιο. Ο Έρικ ήταν γονατισμένος στο πάτωμα δίπλα στο κρεβάτι. Τα χέρια του είχαν φτιάξει μια φωλιά για το κεφάλι του πάνω στο στρώμα. Δεν την είχε αφήσει. Το στήθος της φούσκωσε από χαρά αλλά ταυτόχρονα το στομάχι της σφίχτηκε από τις τύψεις.
YOU ARE READING
Το Δάσος των Μαγισσών
FantasyΗ Σελίν και οι φίλες της δεν έχουν φύγει ποτέ από το δάσος. Οι Πρεσβύτεροι το απαγορεύουν. Ένα βράδυ τα κορίτσια αποφασίζουν να το σκάσουν για να πάνε στο χωριό και η Σελίν γνωρίζει τον Έρικ, ένα αγόρι που σκοπός της ζωής του είναι να γίνει Κυνηγός...