Kεφάλαιο 27

2.7K 211 80
                                    

*Τα πνευματικά δικαιώματα της ιστορίας είναι επίσημα κατοχυρωμένα με τις νόμιμες διαδικασίες.

Νερό έσταζε κάπου μέσα στο κελί του, το ρυθμικό τικ-τικ-τικ κόντευε να τον τρελάνει. Ο αέρας ήταν πνιγηρός και μύριζε μούχλα. Ο λαιμός του ξεραινόταν με κάθε ανάσα που έπαιρνε και ένιωθε την ανάγκη να βήξει.

Το τελευταίο που θυμόταν ήταν να τραβάει την Σελίν μακριά από την Μπαστιάνα, την πύρινη οργή στο βλέμμα της μάγισσας, και μετά είχε ξυπνήσει σε αυτό το μικρό, άδειο κελί. Τρεις πετρόχτιστοι τοίχοι των περικύκλωναν, και μια ξύλινη πόρτα, που η επιφάνεια της είχε ξεφλουδίσει από τα χρόνια και την υγρασία αλλά παρέμενε σταθερή. Οι σκούρες μελανιές στα μπράτσα και στους ώμους του μαρτυρούσαν ότι είχε προσπαθήσει να την σπάσει περισσότερες από μια φορές. Τα όπλα του είχαν εξαφανιστεί από πάνω του όσο ήταν αναίσθητος και μέσα στο κελί δεν υπήρχε τίποτα που να μπορούσε να χρησιμοποιήσει. Γενικά δεν υπήρχε τίποτα. Τίποτα που να χρησίμευε για να ξαπλώσει ή για να καθίσει πέρα από το σκονισμένο πάτωμα. Το μόνο φως στο δωμάτιο ήταν οι χλωμές φως του φεγγαριού που τρύπωνε μέσα από τα κάγκελα του μακρόστενου παραθύρου στη γωνία που κοίταζε στην πίσω πλευρά του κάστρου (ακόμα κι αν κατάφερνε να ξηλώσει τα σκουριασμένα κάγκελα δεν θα χωρούσε να περάσει) Ήταν αρκετό για να φωτίσει μόνο το μισό κελί, αφήνοντας τη μια πλευρά βυθισμένη στο απόλυτο σκοτάδι.

Ο Έρικ είχε διαλέξει το σημείο κάτω από το παράθυρο για να καθίσει, με την πλάτη του να στηρίζεται πάνω στην κρύα πέτρα, τα γόνατα του τραβηγμένα κοντά στο στήθος του και τα χέρια του να ακουμπάνε πάνω τους. Δεν είχε ουσιαστική διαφορά αν θα επέλεγε να καθίσει στο μισοσκόταδο ή στο απόλυτο σκοτάδι, άλλωστε δεν κινδύνευε να σκοντάψει πουθενά, αλλά ένιωθε πως έστω και αυτό το ελάχιστο φως τον βοηθούσε να βάλει τις σκέψεις του σε μια σειρά.

Ήταν η δεύτερη νύχτα του στο φαράγγι, αν υπέθετε ότι τα μαγικά της Μπαστιάνας δεν τον είχαν ρίξει αναίσθητο για πολύ. Η Σελίν την είχε αφήσει να τον πετάξει μέσα σε εκείνο το κελί και δεν είχε εμφανιστεί από τότε. Η προδοσία έστελνε μικρές τσιμπιές που έτσουζαν μέσα στο στήθος του με κάθε χτύπο της καρδιάς του και άφηνε μια πικρή γεύση στο στόμα του. Κάπως έτσι θα πρέπει να είχε νιώσει κι εκείνη όταν την είχε συλλάβει και την είχε παραδώσει στους Κυνηγούς. Δεν μπορούσε να αποφασίσει αν η τωρινή του κατάσταση ήταν κάποιο αστείο της μοίρας ή τραγική ειρωνεία.

Το Δάσος των ΜαγισσώνDonde viven las historias. Descúbrelo ahora