Κεφάλαιο 16: Μέρος 1

4.5K 259 39
                                    

*Τα πνευματικά δικαιώματα της ιστορίας είναι επίσημα κατοχυρωμένα με τις νόμιμες διαδικασίες.

Ξύπνησε από έναν ανήσυχο ύπνο γεμάτο εφιάλτες και σκόρπια ασυνάρτητα όνειρα που δεν έβγαζαν κανένα νόημα, όπως οι παραισθήσεις που τις προκαλούσε η λοβελία. Άνοιξε τα μάτια της κοιτάζοντας αποπροσανατολισμένη τριγύρω. Οι πρωινές ακτίνες του ήλιου που έμπαιναν μέσα από τις κουρτίνες την έκαναν να μορφάσει. Ένας επίμονος πόνος είχε εγκατασταθεί ανάμεσα στα μάτια της, σαν να την τρυπούσαν βελόνες, και η νεαρή μάγισσα έτριψε το μέτωπο της.

Γύρισε το κεφάλι της από την άλλη για να αποφύγει το φως και κοίταξε τον Έρικ που κοιμόταν δίπλα της. Η Νάγια είχε δηλώσει πως δεν υπήρχε περίπτωση να κοιμηθεί στο ίδιο δωμάτιο με έναν Κυνηγό, και παρά τις προσπάθειες της Σελίν να την διαβεβαιώσει πως το αγόρι δεν ήταν απειλή, η κοκκινομάλλα ήταν αμετάπειστη. Η Σελίν δεν την αδικούσε.

Το δωμάτιο των γονιών της Νάγια είχε μόνο ένα κρεβάτι -κάτι που δεν αποτελούσε επιλογή- οπότε η νεαρή μάγισσα τους είχε στρώσει κουβέρτες και μαξιλάρια στο κέντρο του σαλονιού. Η Σελίν θα μπορούσε να είχε πάρει το δωμάτιο αλλά ήξερε πως η Νάγια δεν θα τον άφηνε να μείνει στο σπίτι της χωρίς κάποιου είδους επίβλεψη και σίγουρα θα ήταν άβολο και για εκείνον, οπότε... Δεν ήταν και το πιο άνετο μέρος για να κοιμηθεί κάποιος, αλλά μετά τις νύχτες που είχαν περάσει στο παγωμένο χώμα του δάσους το πάτωμα και οι κουβέρτες της φαινόντουσαν πιο άνετες και από πουπουλένιο στρώμα.

Ανασηκώθηκε και στηρίχτηκε στους αγκώνες της, νιώθοντας ένα σφίξιμο στο στήθος της σαν να υπήρχε κάποιο αόρατο βάρος πάνω της. Σηκώθηκε από το πάτωμα, νιώθοντας ένα κύμα ζαλάδας να την κατακλύζει. Ξαφνικά δίπλα της βρισκόντουσαν δύο ξαπλωμένοι Έρικ, που ενώθηκαν σε έναν και χωρίστηκαν ξανά. Τι μου συμβαίνει; σκέφτηκε. Μια μικρή φωνούλα ξεπήδησε μέσα από την ομίχλη του μυαλού της λέγοντας της να πάει στην Αλθία.

Το έδαφος ήταν ασταθές κάτω από τα πόδια της λες και η γη έτρεμε. Πήγε στην πόρτα και την άνοιξε για να βγει έξω. Ήταν πάντα τόσο βαριά; Το φως του ήλιου έκανε τον πόνο ανάμεσα στα μάτια της πιο έντονο και η νεαρή μάγισσα δάγκωσε το κάτω χείλος της για να μην φωνάξει. Ίσως έπρεπε να ξυπνήσει την Νάγια και να της ζητήσει να την βοηθήσει αλλά η σκέψη ήρθε και έφυγε τόσο γρήγορα που την ξέχασε αμέσως. Έπρεπε να πάει στην Αλθία. Το σφίξιμο στο στήθος της μεγάλωσε και η μάγισσα κοντοστάθηκε για να πάρει ανάσα, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να προκαλέσει μια μικρή κρίση βήχα στον εαυτό της. Ακούμπησε το χέρι της στο κάσωμα της πόρτας και περίμενε να ηρεμήσει. Η Αλθία θα ήξερε πως να την κάνει καλά.

Το Δάσος των ΜαγισσώνDonde viven las historias. Descúbrelo ahora