Kεφάλαιο 6

5.7K 296 102
                                    

*Τα πνευματικά δικαιώματα της ιστορίας είναι επίσημα κατοχυρωμένα με τις νόμιμες διαδικασίες.


Τα βήματα της την είχαν οδηγήσει ξανά στον χαμηλό λόφο με την βελανιδιά. Είχαν περάσει τρεις μέρες από την τελευταία φορά που είχε δει το αρχαίο δέντρο. Μετά την επίθεση, ο Άιζακ και οι Πρεσβύτεροι είχαν αυξήσει τα μέτρα ασφαλείας τοποθετώντας σκοπούς γύρω από το χωριό. Ο μόνος λόγος που η Σελίν είχε καταφέρει να ξεγλιστρήσει εκείνο το απόγευμα ήταν επειδή η Νάγια είχε πιάσει την κουβέντα με τον γιο της Σατρίνας που φυλούσε σκοπιά αποσπώντας του την προσοχή. Κανείς δεν την είδε να χάνεται μέσα στο δάσος.

Ήταν λες και το χωριό είχε ερημώσει μέσα σε μια νύχτα. Οι μάγοι έμεναν κλεισμένοι στα σπίτια τους αφήνοντας τους δρόμους άδειους και σιωπηλούς. Οι γονείς δεν άφηναν τα παιδιά τους να βγουν έξω και να παίξουν στην πλατεία, οι χαρούμενες φωνές τους δεν αντηχούσαν στον άνεμο όπως γινόταν κάθε μέρα από τότε που η Σελίν θυμόταν τον εαυτό της. Οι άνθρωποι συζητούσαν σιγοψιθυρίζοντας σκυφτοί σαν να φοβόντουσαν να τραβήξουν την προσοχή. Μονάχα μια ερώτηση τριγύριζε στο μυαλό τους.

Ποιος θα επιλεγεί για την Θυσία;

Η Σελίν ένιωθε να πνίγεται. Όχι μόνο για το βαρύ -σχεδόν πένθημο- κλίμα που επικρατούσε, αλλά και επειδή κάθε μέρα που περνούσε την έφερνε όλο και πιο κοντά σε έναν γάμο που δεν ήθελε. Ίσως γι' αυτό είχε πάει στην βελανιδιά, παρόλο που ήξερε πως ο Έρικ δεν θα την περίμενε μετά από τόσες μέρες. Ίσως υποσυνείδητα ήθελε να επιστρέψει στο σημείο όπου έστω για λίγο είχε νιώσει μια αμυδρή αίσθηση ελευθερίας.

Τα σκούρα μπλε μάτια της καρφώθηκαν σε μια φιγούρα στη βάση της βελανιδιάς. Ο Έρικ καθόταν πάνω στο χορτάρι, με την πλάτη του να ακουμπάει τεμπέλικα στον γέρικο κορμό του δέντρου και την προσοχή του στραμμένη σε κάτι που κρατούσε στα χέρια του. Το λαμπερό πορτοκαλο-κόκκινο φως του ήλιου που έδυε πίσω του τον έκανε να μοιάζει με μια σκοτεινή σιλουέτα αλλά η Σελίν ήξερε πως ήταν αυτός.

Η καρδιά της φτερούγισε μέσα στο στήθος της, αλλά γιατί; Αυτό το αγόρι δεν της ήταν τίποτα παρά ένας άγνωστος.

Σαν να αισθάνθηκε την παρουσία της, ο Έρικ σήκωσε το κεφάλι του και το καστανό βλέμμα του εστίασε πάνω της. Άφησε αυτό που κρατούσε στα χέρια του να πέσει απαλά στο έδαφος και σηκώθηκε όρθιος.

Το Δάσος των ΜαγισσώνDonde viven las historias. Descúbrelo ahora