11. Η Φαίδρα στα χέρια του γερακιού!

1K 73 24
                                    

Αναστασία!

Οι άντρες του γερακιού με κατέβασαν από το αυτοκίνητο με άγαρμπο και άγριο τρόπο και με έβαλαν στο σπίτι του. Ήταν αρκετά μεγάλο , ίσως από τα μεγαλύτερα που έχω δει. Στον διάδρομο σκάλες μεγάλες οδηγούσαν στο επάνω όροφο και είχαν ένα κόκκινο χαλί στρωμένο. Εκείνοι με ανέβασαν με τα χίλια ζόρια στις σκάλες για να με οδηγήσουν στο δωμάτιο. Προσπάθησαν να αντισταθώ και να τρέξω στην ελευθερία μου . Έτσι χτύπησα με τον αγκώνα μου τον έναν , μία στην κοιλιά και μία στο πιγούνι.

"Βρώμα γύρνα πίσω!" Είπε ένας από αυτούς και με έπιασε από το μαλλί. Πέρασε το χέρι του στην κοιλιά μου και σχεδόν με έσυρε σηκωτή ως τις σκάλες και πάλι.

Το χέρι , εκείνου που χτύπησα για να σωθώ, προσγειώθηκε στο πρόσωπό μου με τόση δύναμη που μου μάτωσε την μύτη και τα χείλη. Ο άλλος όμως δεν του επίτρεψε να με χτυπήσει ξανά και του έπιασε το χέρι με αρκετή δύναμη.

"Το αφεντικό την θέλει ζωντανή. Είπε να μην την αγγίξουμε αλλιώς θα μας πάρει το κεφάλι ηλίθιε." Του είπε και με πέταξαν μέσα σε ένα δωμάτιο.

Έπεσα στο πάτωμα με αρκετή δύναμη και έβαλα τα χέρια μου μπροστά για να μην χτυπήσω περισσότερο. Εκείνοι βγήκαν έξω και με κλείδωσαν μέσα στην κρεβατοκάμαρα του γερακιού. Έδιωξα τα μαλλιά μου από το πρόσωπό μου και έτρεξα ως την πόρτα. Έκλαιγα με λυγμούς , φώναζα με όλη μου την δύναμη και την χτυπούσα με μανία μέχρι να με ακούσουν ή να την σπάσω. Ακόμα και ας ήξερα πως αυτό ήταν μάταιο.

"Βγάλτε με από εδώ!" Συνέχισα να λέω και κύλησα χωρίς δυνάμεις επάνω της.

Από το παράθυρο έβλεπα τις ακτίνες του ήλιου να βγαίνουν. Τα δάκρυά μου έτρεχαν πιο γρήγορα από την δύση του ηλίου. Στο μυαλό μου είχε μείνει χαραγμένη η εικόνα του Βύρωνα να κείτεται στον πέτρινο δρόμο , με μία σφαίρα στην πλάτη του και γεμάτος από αίματα. Και όλα αυτά εξαιτίας μου. Αν είναι νεκρός δεν θα το συγχωρέσω ποτέ στον εαυτό μου. Δεν θα μπορέσω να ζήσω χωρίς εκείνον. Νιώθω πως αυτός ο σταυρός σημαίνει πολλά , σαν μία υπόσχεση. Πως θα έρθει για εμένα. Δεν μπορεί να μην ζει. Η καρδιά μου , μου φωνάζει πως παλεύει για μένα.

Τότε άκουσα βήματα πίσω από την πόρτα. Αργά και σταθερά . Σηκώθηκα από το πάτωμα και στάθηκα απέναντί της για να αντιμετωπίσω το γεράκι. Σκούπισα τα δάκρυά μου ,όμως δεν μπορούσα να κρύψω και τον φόβο μου. Τον πόνο ,την άγνοια και την φυλακή.

Έρωτας Και Παρανομία!Where stories live. Discover now