15. Μέρα γάμου!

966 72 43
                                    

Βύρωνας!

Τους ακολούθησα όπως εκείνος ήθελε. Στην αίθουσα τους έβλεπα αρκετά κοντά χωρίς να αφήνουν ο ένας το χέρι του άλλου. Η καρδιά μου κόντευε να σπάσει. Το γεράκι με τιμωρούσε με τον δικό του τρόπο. Και αυτός ήταν ο χειρότερος . Το χαμόγελό της όμως ήταν σβηστό και αυτό ήταν που με χαροποιούσε ιδιαίτερα. Γιατί ήξερα πως ούτε εκείνη ήθελε αυτόν τον γάμο. Με κρατούσαν για να μην κάνω καμία κίνηση και τα χαλάσω όλα.

"Όλα είναι έτοιμα και μπορείτε να υπογράψετε. "Είπε ο δήμαρχος και της έδωσε το στυλό. Εκείνη με κοίταξε μέσα στα μάτια κρατώντας το χαρτί. Έμεινα να την κοιτάζω σαν είχε σταματήσει ο χρόνος. Με τα μάτια μου προσπαθούσα να την αποτρέψω από το να παντρευτεί έναν άλλον άντρα. "Αναστασία Τζόουνς , αν δέχεστε να γίνεται σύζυγός του , παρακαλώ υπογράψτε." Της ζήτησε και της τράβηξε την προσοχή.

Εγώ έκλεισα τα μάτια μου και τα έσφιξα τόσο δυνατά. Έλεγα μέσα μου πως εκείνη με αγαπάει όπως την αγαπώ και εγώ , πως θα αντέξω αυτήν την μέρα που με πονάει περισσότερο και από την σφαίρα που δέχτηκα. Πίστευα σε ένα θαύμα που θα ήταν ικανό να εξαφανίσει αυτήν την εικόνα και να την κόψει στα δύο. Ήθελα να ανοίξω τα μάτια μου και όλα να έμοιαζαν με ένα κακό όνειρο. Μόλις το έκανα , επέστρεψα στην πραγματικότητα. Εκείνοι ήταν πλέον παντρεμένοι.

Βγήκα όσο πιο γρήγορα μπορούσα από την αίθουσα. Ήθελα να φωνάξω , να σπάσω πράγματα και να κλάψω για πρώτη φορά στην ζωή μου. Έπρεπε να ξεσπάσω με κάποιον τρόπο και δεν μπορούσα να κάνω τίποτα μπροστά τους. Με έπνιγε ο θυμός μέσα μου που μεγάλωνε σιγά - σιγά και έκαιγε τα στήθη μου. Μόνο στην σκέψη πως εκείνη θα φιλούσε άλλα χείλη και θα χάιδευε ένα άλλο σώμα ,τρελαινόμουν και άλλο. Έβλεπα το όπλο στο κάθισμά μου και με προκαλούσε να τον σκοτώσω.

"Βύρωνα εσύ δεν θα μας ευχηθείς;" Μου είπε το μαύρο γεράκι την στιγμή που άνοιγα την πόρτα του αμαξιού για να πιάσω το σακάκι μου.

"Ασφαλώς!"Είπα με μία νευρικότητα και μία ειρωνεία."Να ζήσετε."Του είπα και του έδωσα το χέρι μου κοιτώντας μόνο την Αναστασία. "Να είστε πάντα ευτυχισμένοι στην νέα σας ζωή με πολλούς απογόνους."Είπα και σε εκείνην σφίγγοντας το χέρι της. "Νομίζω πως δεν με χρειάζεστε άλλο για σήμερα." Του είπα και μπήκα στο αμάξι για να φύγω αφού εκείνος μου έδωσε την άδεια.

Τότε το τηλέφωνό μου άρχισε να χτυπάει και εγώ δεν είχα όρεξη να μιλήσω σε κανέναν και να κάνω το οτιδήποτε. Είδα πως ήταν η Αλίκη και έτσι ήξερα πως θα είχε είδη κανονίσει την δουλειά μου. "Αλίκη..."Της είπα με φωνή που έτρεμε και δεν έβγαινε.

Έρωτας Και Παρανομία!Donde viven las historias. Descúbrelo ahora