17. Απαγωγή!

909 69 29
                                    

Αναστασία!

Βγήκα από το κτήριο σκουπίζοντας τα δάκρυά μου και κοντοστάθηκα στο τελευταίο σκαλοπάτι. Δεν άντεχα να βλέπω μία άλλη γυναίκα να τον αγκαλιάζει. Ένιωθα πως κρατάω τα κομμάτια της καρδιάς μου μέσα στα χέρια μου. Και το χειρότερο από όλα είναι πως όλα τελικά ήταν ένα μεγάλο ψέμα. Μία απάτη που με εμποδίζει να τον ξεχάσω και να πάω παρακάτω. Γιατί δεν ένιωσα τίποτα απολύτως φιλώντας τον Αλεχάντρο. Ενώ για τον Βύρωνα καιγόμουν ολόκληρη. Γιατί πρέπει να αγαπάω ένα λάθος. Γιατί είναι ο χειρότερος ψεύτη για μένα. Πάνω από όλα βάζει την δουλειά του και όχι εμένα. Και αν έστω υπήρχε μία ελπίδα να τον πιστέψω τώρα δεν μπορώ. Επειδή θα έκανα ξανά το ίδιο λάθος μαζί του.

Είναι ένας από αυτούς , γιατί να με αγαπήσει όπως εγώ; Νόμιζα πως έβλεπα καρδιά μέσα σε αυτόν τον άνθρωπο. Όμως το μόνο που έγινε είναι να πάρει και να καταστρέψει και την δική μου.

Πέρασα την τσάντα στον ώμο μου για να φύγω . Δεν ήθελα  να  βγει και να με δει σε αυτή την  κατάσταση. Να του δώσω  την ικανοποίηση. Μέχρι την στιγμή που ένα μαύρο βαν σταμάτησε και μερικοί άντρες κατέβηκαν και άρχισαν να έρχονται απειλητικά προς το μέρος μου. Έκανα να ανέβω και να μπω και πάλι μέσα για να γλυτώσω. Όμως εκείνοι με άρπαξαν και προσπάθησαν να μου κλείσουν το στόμα.

"Βοήθεια!" Άρχιζα να φωνάζω μόλις δάγκωσα το χέρι που μου έκλεινε το στόμα. "Αφήστε με..." Συνέχισα να προσπαθώ να ελευθερωθώ και να αντιστέκομαι. Έψαχνα  με το χέρι  μου  το δεύτερο  όπλο  στο σακάκι ,όμως  δεν  μπορούσα  να  υο φτάσω  από  τον τρόπο που  με κρατούσε.

Δύο άντρες του γερακιού βγήκαν έξω επειδή άκουσαν τις φωνές μου και προσπαθούσαν να με σώσουν. Ήμουν  για αυτούς  η γυναίκα  του  αφεντικού τους. Πυροβολούσαν τους άντρες που με κράταγαν και στην συνέχεια εμφανίζονταν και άλλοι για να καταφέρουν να με απαγάγουν. Ένας από τα γεράκια μπήκε μέσα για να φέρει βοήθεια ενώ ο άλλος έπεσε στο πάτωμα με μία σφαίρα στην καρδιά.

Έτσι κατάφεραν να με πάρουν από εκεί με τα χίλια ζόρια και να με υπνωτίσουν για να πάψω να αντιστέκομαι. Με έβαλαν στα πίσω καθίσματα χωρίς να μιλάνε για να καταλάβω έστω ένα στοιχείο. Το μόνο σίγουρο είναι πως ήθελαν εμένα. Και δεν ξέρω το γιατί. Τι άλλο θέλουν από εμένα , αφού πλέον είμαι παντρεμένη με το μαύρο γεράκι; Ποιος άλλος θέλει να μου κάνει κακό; πόσα μυστικά  κρύβονται  ακόμα  από πίσω; πόσα  λαθη πρέπει να  πληρώσω  εγω;

Από την στιγμή που έκλεισε η πόρτα του βαν δεν θυμάμαι τίποτα άλλο.

Βύρωνας!

"Τι έκανες εδώ; "Έλεγε η Αλίκη μπαίνοντας μέσα στο γραφείο. " Βύρωνα τι έπαθες; Είσαι σε μαύρα χάλια." Έλεγε και με τα τακούνια της προσπέρναγε τα σπασμένα και τα χαρτιά που βρίσκονταν στο πάτωμα.

"Τον φιλούσε ... Το καταλαβαίνεις;" Της είπα εγώ ταρακουνώντας την. "Συγνώμη για το φιλί. Είσαι η οικογένειά μου . Για αυτό έβαλα το χέρι μου στα χείλη σου. "Της ζήτησα και την άφησα . Ήμουν χαμένος και σαστισμένος.

"Βύρωνα την είδα απέξω. Ήταν διαλυμένη όπως και εσύ. Φαινόταν αγανακτισμένη και γεμάτη από πόνο." Μου εξήγησε εκείνη βάζοντάς με να καθίσω στον καναπέ. "Ήταν αναμενόμενο. Είναι ο άντρας της. Δεν είναι ελεύθερη πλέον. Αποδέξου το για να πας παρακάτω. Αυτό δεν  πρόκειται να  σου βγει σε καλό. "Συνέχισε να μου λέει και τότε η πόρτα του γραφείου μου άνοιξε διάπλατα.

Το γεράκι όρμησε επάνω μου και με έπιασε από το γιακά. Ήταν έξαλλος και νευριασμένος. Η Αλίκη απομακρύνθηκε φοβισμένη για να μην την αναγνωρίσει μετά την αλλαγή που έκανε στον εαυτό της μόνο και μόνο για να με βοηθήσει στο σχέδιό μου αργότερα.

"Εσύ το έκανες; Λέγε που είναι;" Μου φώναζε για κάτι που δεν είχα την παραμικρή ιδέα.

"Δεν έχω ιδέα για ποιο πράγμα μιλάς." Του είπα και πήρα τα χέρια από πάνω μου . "Μην τολμήσεις να μου επιτεθείς ξανά εμένα. "Του απάντησα με τον τρόπο του.

"Την ήθελες κοντά σου για αυτό την απήγαγες. " Μου είπε και τότε κατάλαβα πως επρόκειτο για την Αναστασία. Ήθελα να πιστεύω πως δεν άκουσα καλά αυτά που είπε. Δεν μπορούσα να δεχτώ πως απήγαγαν την γυναίκα που αγαπώ.

"Απήγαγαν την Αναστασία;" Τον ρώτησα σπρώχνοντάς τον πάνω στον τοίχο. "Πως το άφησες να συμβεί αυτό; Γιατί δεν τους ακολούθησες; Είσαι υποτίθεται το γεράκι."Έλεγα εγώ έντρομος και θυμωμένος με αυτό που έμαθα.

"Ξέρω πολύ καλά τι πρέπει να κάνω. Μονάχα να μην είσαι εσύ από πίσω."

"Αν πάθει τίποτα είσαι νεκρός. " Του απάντησα εγώ ανησυχώντας για εκείνη.

Έπιασα στα βιαστικά το δερμάτινο μπουφάν μου από την καρέκλα του γραφείο μου και βγήκα τρέχοντας για το αυτοκίνητό μου. Κοιτούσα το σήμα της στο κινητό μου από το κολιέ που της έδωσα. Αυτό φαινόταν στάσιμο και ήμουν σίγουρος πως εκείνη δεν θα το έβγαζε ποτέ από πάνω της. Όμως έπρεπε να κάνω τα πάντα για να την βρω σώα.

Κατέβηκα τις σκάλες του κτηρίου και βρήκα τον ασημί σταυρό στο πάτωμα. Της είχε πέσει κάτω από τον λαιμό της. Και τώρα άρχισα να τρέμω περισσότερο. Δεν είχα ιδέα που βρισκόταν και ποιος την κρατούσε. Χωρίς αυτό δεν θα μπορέσω να την εντοπίσω εγκαίρως.

"Που είσαι αγάπη μου; Σου υπόσχομαι πως θα σε βρω. Δεν θα ησυχάσω αν δεν το κάνω. Για εσένα δίνω και την ζωή μου χίλιες φορές. Θα σε βρω." Έλεγα σφίγγοντας με οργή την αλυσίδα στο χέρι μου.

Έρωτας Και Παρανομία!Where stories live. Discover now