Κεφάλαιο 20

127 10 1
                                    

Χ: Όχι κανένα θέμα.
Λ: Οκέυ. Τους στέλνω μήνυμα αν είναι.

...

Το κουδούνι χτυπάει και ο Χάρης πάει να ανοίξει την πόρτα.

Βρισκόμασταν στην τραπεζαρία και έρχεται πίσω ο Χάρης μαζί με τον Τεό και τον Θωμά.

Με κοιτάει απαξιωτικά και μετά το βλέμμα του πέφτει πάνω στον Σωτήρη που με αγκαλιάζει και γουρλώνουν τα μάτια του.

Τ: Ρόζα τι κάνεις;
Ρ: Καλά Τεό. Εσύ;
Τ: Την παλεύω.
Λ: Τι θα παραγγείλουμε.
Θ+Ρ: Σουβλάκια!

Λέμε ταυτόχρονα και κοιτάζουμε ο ένας τον άλλον με απέχθεια.

Σ: Μπααα. Εγώ θέλω πίτσα.
Τ: Και εγώ.
Λ: Και εγώ.
Χ: Και εγώ.
Τ: Σόρρυ παιδιά. Η πλειοψηφία νικάει.
Λ: Μανιτάρια ή ελιές;
Θ+Ρ: Και τα δύο.

Αντε πάλι! Θα τον σκοτώσω.

Ρ: Μπορείς να σταματήσεις να λες ότι λέω;
Θ: Όχι εσύ να σταματήσεις!
Ρ: Όχι εσύ.
Θ: Όχι εσύ.
Ρ: Όχι εσύ.
Λ: Εεεεεεεεεε!!! Σκάστε!

Όλοι έκπληκτοι από τον εκνευρισμό της Λένας μένουμε σιωπηλοί και τα τζιτζίκια από την αυλή ακούγονται.

Λ: Θα πάρουμε τέσσερις πίτσες. Δυο με μανιτάρια και δύο με ελιές!
Χ: Μωρό μου ηρέμησε! Έχεις γίνει κόκκινη.
Λ: Μα δεν τους βλέπεις ρε Χάρη; Όλη την ώρα μαλώνουν.

Η Λένα παίρνει ανάσες για να ηρεμήσει.

Λ: Σωτήρη. Πάρε το σταθερό. Αυτός είναι ο αριθμός της πιτσαρίας και κάνε την παραγγελία. Μπύρες έχουμε στο ψυγείο.

Ο Σωτήρης υπακούει και εμείς πάμε στο σαλόνι.

Καθόμαστε όλοι και εγώ κάθομαι μόνη μου στο διθέσιο.

Δύο λεπτά αργότερα έρχεται και ο Σωτήρης και κάθεται δίπλα μου. Με αγκαλιάζει και χάνομαι μέσα στα χέρια του.

Λ: Δηλαδή εσείς οι δύο είστε ξανά μαζί;
Σ: Ναι.

Ξαφνικά ένας σπαστικός βήχας πιάνει τον Θωμά και όλοι μας τον κοιτάμε περίεργα.

Λ: Ρόζα;
Ρ: Τι;
Λ: Τον συγχωρεσες;
Ρ: Ναι. Όλοι αξίζουν μια ευκαιρία.
Λ: Ναι όμως...Σωτήρη συγγνωνη και όλας χωρίς παρεξήγηση...
Σ: Όχι κομπλέ...
Λ: ... Αυτό που σε έκανε ήταν σκληρό.
Τ: Τι σε έκανε για να έχουμε και εμείς καλό ερώτημα;

Αγνοούμε και οι τρεις την ερώτηση του Τεό. Λέγοντας τρεις εννοώ εμένα, την Λένα και τον Χάρη.

Άι λοβ γιου! [✓]Where stories live. Discover now