Κεφάλαιο 54

94 6 6
                                    

( 6 ώρες μετά )

Επιτέλους!!

Σπίτι μου σπιτάκι μου.

Ανοίγω την πόρτα και μπαίνω μεσα.

Κατευθύνομαι κατευθείαν προς την κουζίνα και ανοίγω το δεύτερο ντουλάπι δεξιά από το ψυγείο και παίρνω ένα πακέτο μακαρόνια. Παίρνω και την κρέμα γάλακτος και αρχίζω να φτιάχνω καρμπονάρα.

Ανακαταίβω την κρέμα με τα μανιτάρια και προσθέτω και λίγο κεφαλοτύρι.

Ακούω κλειδιά στην πόρτα και φωνές. Τι φαση;

Η φωνές κατευθύνονται προς στο σαλόνι και εγώ τις ακολουθώ.

Μπροστά μου αντικρίζω την Λένα με άλλα τρία πρόσωπα που δεν τα έχω ξανά δει εκτός από ενα.

Λ: Α Ρόζα εδώ εισαι;
Ρ: Όχι απέναντι έρχομαι. Που ήσουν όλη μέρα; Σε έψαχνα στα διαλείμματα.
Λ: Κάναμε την πρώτη ώρα μάθημα και την δεύτερη κάναμε κοπάνα με τα παιδία. Εκτός τον Έντι που έκανε την τρίτη.

Λέει και κοιτάει το ένα και μοναδικό αγόρι στην παρέα το οποίο είναι εκείνο που κατά τύχη είδα στο Α3.

Ε: Χαίρομαι που σε ξανά βλέπω.

Λέει και ξανά πετάει εκείνο το υπέροχο χαμόγελο.

Ρ: Έκανες κοπάνα χωρίς εμενα;

Ρωτάω την Λένα χωρίς να δώσω σημασία στο καημένο Έντι.

Λ: Έλα ρε σιγά πως κανείς ετσι.

Κλασική απάντηση της Λενας.

Και πετάγεται τώρα η άλλη η τσουπρα και λέει:

?: Εμ. Τι μυρίζει έτσι;
Ρ: Ωχ η σάλτσα!

Λέω και τρέχω ξανά πίσω στην κουζίνα.

Πουσου! Το μανταρίνι μου μεσα! Κάηκε. Δεν τρώγεται αυτό το πράγμα τωρα...

Παίρνω την σάλτσα έτσι όπως είναι και την πετάω στον κάδο και έπειτα άρχισα να καθαρίζω τον πάγκο. Α ρε Ρόζα που κατάντησες!  Δεν εμένα καλύτερα στην Θεσσαλονίκη;

Κάθομαι στην καρέκλα και παίρνω το κινητό στο χέρι για να πάρω την μαμά μου τηλέφωνο αλλά μπαίνει μέσα ο Έντι με το υπέροχο χαμόγελο του.

Ε: Γεια σου Ρόζα.
Ρ: Γεια.
Ε: Μπορείς να με βάλεις ένα ποτήρι νερό;
Ρ: Ναι.

Του απαντάω και σηκώνομαι. Πηγαίνω στο ντουλάπι που είναι πάνω από τον νεροχύτη για να πάρω ένα ποτήρι αλλά τα ποτήρια είναι τόσο πάνω που και με μύτες δεν τα φτάνω. Κάνω να πηδήξω και καθώς πήρα το ποτήρι απότομα δεν κατάφερα να το πιάσω καλά και έπεσε κάτω.

Άι λοβ γιου! [✓]Where stories live. Discover now