κεφάλαιο 24

989 81 1
                                    

Ήμουν στο σπίτι του Στέφανου και επικρατούσε παντού σκοτάδι.Ήταν νύχτα και όλοι πρέπει να κοιμόντουσαν.Μία αλλόκοτη ησυχία ηχούσε στα αυτία μου.Ήξερα οτί δεν θα έπρεπε να είμαι εκεί αλλά συνέχισα να προχωράω.Ανέβηκα τις σκάλες και έφτασα στο δωμάτιο μου ανοίγοντας την πόρτα και γνωρίζοντας οτι κάποιος ήταν εκεί.Ήξερα οτι έπρεπε να φύγω να τρέξω μακρία αλλά δεν μπορούσα ένιωθα σχεδόν εθισμένη στο αίσθημα του κινδύνου.Διέκρινα μια φιγούρα ξαπλωμένη στο κρεβάτι μου.Ήθελα να την αιφνιδιάσω και να αντιδράσω πριν με δει.

-Ποίος είναι εκεί?ούρλιαξα,χωρίς να πάρω απάντηση

-Μίλα,ξαναφώναξα λαμβάνοντας την ίδια σιωπή.

Και τότε μια τρελή οργή με κατέκλυσε ήθελα να ορμίξω σε αυτό το πλάσμα και να του κάνω κακό να το εξοντώσω πριν διανοηθεί να κάνει επιτεθεί.Βγάζοντας μια κραυγή όρμισα προς το μέρος του,και τότε αυτή η μορφή πετάχτηκε κάνοντας με να παραλύσω.

Ξύπνησα απότομα και το πρώτο πράγμα που αντιλήφθηκα ήταν σκοτάδι.Δεν ήξερα ούτε που βρισκόμουν ούτε τι ώρα είναι.Με μια κίνηση έπιασα το κινητό μου για να δω την ώρα.3:25.

Κούνησα το κεφάλι μου και έτριψα τα μάτια μου προσπαθόντας να βγάλω απο το μυαλό μου το όνειρο που είδα.Δεν ήταν ακριβώς τρομακτικό αλλά με έκανε να ανατριχίασω.Κατευθήνθηκα προς το μπάνιο να πίω λίγο νερό γιατί διψούσα.Ο Στέφανος έλειπε για κάτι δουλείες στο εξωτερικό και θα γύριζε σε μερικές μέρες και έτσι εγώ κοιμόμουν στο δωμάτιο μου.

Μπαίνοντας στο μπάνιο προσπάθησα στα τυφλά να ανάψω το φως χώρις αποτέλεσμα ομώς.Ήμουν μισοκοιμισμένη το σκοτάδι ήταν πυκνό και δεν μπορούσα να βρω το διακόπτη.Ένιωσα να ανατριχίαζω απο ένα ελαφρύ αεράκι και αμέσως αντιλήφθηκα οτι το παράθυρο του μπάνιου ήταν μισάνοιχτο.Έκανα μια νοερή σημείωση να ζητήσω απο την κυρία νικη να μην αφήνει ανοιχτά τα παράθυρα και προχώρησα προς το νεροχύτη να πίω νέρο.

Η αλήθεια είναι ότι έκεινη την στιγμή τρόμαξα στα αλήθεια καθώς η βρύση έτρεχε νερό από μόνη της.Και καθώς παρατηρούσα την ήδη  ανοιχτη βρύση άρχισα να αναρωτίεμαι αν παίζω σε κάποιο θρίλλερ φθηνής παραγωγής.Η σκέψη αυτή μου προκάλεσε γέλιο και με μία κίνηση κατάφερα να ανοίξω το φώς.Έσφιξα την βρύση που προφανώς εγώ είχα ξεχάσει ανοιχτή και επέστερψα στο κρεβάτι μου.

..........................................................................

Όταν ξύπνησα το πρωί είχα σχεδόν ξεχάσει το όνειρο που είδα.Το απέδωσα στις λιγές ώρες που κοιμόμουν τελευταία εξαιτίας του Στέφανου,και στην σκέψη του ένιωσα ένα χαμόγελο να σχηματίζεται.Θα έρχοταν σε δύο μέρες και ήδη μου έλειπε πάρα πολύ.

-Καλημέραα,η φωνή της Έμυς με έβγαλε απο τις σκέψεις μου και τις χαμογέλασα,της ανταπέδωσα τον χαιρετισμό και κανονίσαμε να βγουμέ με την Λυδία μια μεγάλη βόλτα.

Φτάνοντας στο προορισμό μας είδα τον Αλέξανδρο να μας περιμένει.Γύρισα και κοίταξα την Έμυ απορημένη και μου μου έριξε ένα απολογητικό βλέμμα.

-Συγγνώμη,ελπίζω να μην αισθάνεσαι αμήχανα μαζί του,απλά για να πάμε στο μέρος που θέλουμε χρειάζεται αυτοκίνητο.

-Ήρεμισε, είπα γελώντας πνιχτά,με τον Αλέξανδρο είμαστε φίλοι.

-Απλά εγώ δεν θα μπορέσω να έρθω,είπε τραυλίζοντας,γίατι έχω να πάω σε μια δουλεία

Την κοίταξα εξεταστικά παρατηρόντας τον τρόπο με τον οποίο κοκκίνιζε και στην συνέχεια την κοίταξα πονηρά.

-Έμυ,είπα,έχεις ραντεβόυ?

Δεν μου απάντησε αλλά κοκκίνησε ακόμα πίο πολυ

-Τέλεια,θριαμβολόγησα,να περάσεις τέλεια δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα,αλλά μετά θέλω να μου πείς τα πάντα

-Ξέρεις,τραύλισε ακόμα πιο πολύ,μάλλον θα μείνω σπίτι του.

Την κόιταξα απορημένη χωρίς να εχω κάτι να πω

-Θα σε περιμένω αυριο για λεπτομέριες τότε,της είπα και της έκλεισα το μάτι,μουχρίτσα,συμπλήρωσα προκαλόντας της μια δόση γέλιου.

Παρατηρόντας την να φεύγει χαμογέλασα,ένιωθα προσατατευτικά απέναντι της σαν μέγαλη της αδερφή.

-Όλα κάλα?ακούγοντας την φωνή του Αλέξανδρου απο πίσω μου αναπήδησα

-Μία χαρά πάμε?

...............................................................................................

Μέτα απο ατελείωτες ώρες περιήγησης είχα γυρίσει με την μικρή σπίτι,την είχα κάνει μπάνιο,την είχα ταισει,και τώρα κοιμόταν.

Ήμουν στην κουζίνα και έπινα νερό και ένιωσα να νυστάζω πολυ.Με αργά βήματα άρχισα να κατευθήνομαι προς στο δωμάτιο μου όταν μια διαπίστωση με έκανε να ανατριχάσω.Το σκοτάδι ήταν πυκνό και μια αλλόκοτη ησυχία ακουγόταν στα αυτία μου.


Με μια κίνηση κούνησα το κεφάλι μου προσπαθώντας να αποδιώξω την αίσθηση οτι βρισκόμουν πάλι στο τρομαχτικό όνειρο που είδα χθές το βράδυ.Επιτάχυνα το βήμα μου όταν ξαφνικά έιωσα δύο χέρια να τυλίγονται γύρω μου και το τελευταίο που πρόλαβα να κάνω πριν μαυρίσουν όλα ήταν να βγάλω μια κραυγή.

Ξυπνα μεWhere stories live. Discover now