Κεφάλαιο 13: Παράνομοι Αγώνες

82 13 113
                                    

Τα Χριστούγεννα βρίσκονταν μόλις μια ανάσα μακριά. Για την ακρίβεια, ήταν η εβδομάδα εκείνη λίγο πριν κλείσουν τα σχολεία. Ένα κάπως πιο ανάλαφρο και ξέγνοιαστο κλίμα επικρατούσε στο σχολείο, αφού όλοι σχεδόν οι μαθητές χαίρονταν που εκείνο θα έκλεινε για τις γιορτινές διακοπές.

Αυτό δεν σήμαινε φυσικά, ότι θα χωριζόταν και η γνωστή παρέα. Ο Ιάσονας, ο Γιάννης, ο Ηρακλής και η Ιφιγένεια είχαν υποσχεθεί ότι θα περνούσαν πολύ χρόνο μαζί μέσα στις γιορτές. Μετά τον αποχωρισμό τους απ' την Έλενα, είχαν όλοι μελαγχολήσει λίγο. Όμως την έβλεπαν χαρούμενη με τους νέους της φίλους και αυτό τους ήταν αρκετό.

Ο Ηρακλής γύρισε σπίτι του μετά από μια όχι και τόσο κουραστική μέρα στο σχολείο. Ήταν χαρούμενος και χαλαρός, μόλις όμως μπήκε στο σπίτι από την πόρτα της κουζίνας, εκείνο που αντίκρισε ράγισε την καρδιά του και κατέστρεψε κάθε καλή διάθεση.

Η μητέρα του καθόταν στο τραπέζι, με το χέρι να στηρίζει το κεφάλι της, και έκλαιγε, μόλις όμως αντιλήφθηκε την παρουσία του γιου της βάλθηκε να σκουπίσει βιαστικά τα δάκρυα ρουφώντας τη μύτη της.

«Μάνα;» Ο Ηρακλής έβγαλε τα παπούτσια του βιαστικά, άφησε κάτω τη σχολική του τσάντα και την πλησίασε. «Τι έγινε; Κλαις;»

«Όχι, αγόρι μου.» απάντησε η Μύρνα προσπαθώντας να χαμογελάσει σαν να μη συμβαίνει τίποτα. «Να... Καθάριζα κάτι κρεμμύδια και με πείραξαν, και ακόμα δεν έχω συνέλθει.»

Ο Ηρακλής φυσικά και δεν την πίστεψε. Δεν ήταν δάκρυα που οφείλονταν σε κρεμμύδι αυτά, και εκτός αυτού ο πάγκος της κουζίνας ήταν πεντακάθαρος, χωρίς κάποιο στοιχείο που να αποδεικνύει τα λεγόμενα της. Έβγαλε το γκρι μπουφάν του, επίσης μέρος της σχολικής στολής για το Χειμώνα, κάθισε στη διπλανή καρέκλα και της κράτησε τα χέρια ανάμεσα στα δικά του.

«Δεν είμαι παιδί πια για να με ξεγελάς έτσι.» της είπε. «Ξέρω πολύ καλά ότι έκλαιγες. Είμαστε μια οικογένεια και πρέπει να βοηθάμε ο ένας τον άλλον. Πες μου τώρα, γιατί έκλαιγες; Ίσως να μπορώ να κάνω κάτι.»

Η Μύρνα αποφάσισε να του πει την αλήθεια και ας τον στενοχωρούσε, κι ας μη μπορούσε να κάνει τίποτα. Άλλωστε ήταν ο μεγαλύτερος απ' τα αδέλφια του κι ίσως το έπαιρνε πιο ψύχραιμα και ώριμα αυτό.

«Είναι που... πλησιάζουν Χριστούγεννα και δεν έχουμε λεφτά για να περάσουμε. Στη δουλειά δεν μας πλήρωσαν, έκαναν είπαν κάτι περικοπές επειδή ήταν δύσκολη χρονιά και θα μας πληρώσουν μετά τις γιορτές. Τα έξοδα τρέχουν και ο αδελφός σου ζητάει δώρα από τον Άγιο Βασίλη. Άφησε ένα γράμμα επάνω στο δέντρο και θα λυπηθεί πολύ αν δεν του πάρω το παιχνίδι του. Τι θα του πω; Ότι ο Αϊ Βασίλης δεν μπόρεσε να έρθει φέτος;» είπε και τα δάκρυα κύλησαν ξανά. Η Μύρνα ήταν καθαρίστρια σε διάφορα σπίτια μέσω ενός συνεργείου καθαρισμού. Ο Ηρακλής έψαχνε και εκείνος συνεχώς να βρει κάποια δουλειά για να μπορεί να βοηθάει στα έξοδα του σπιτιού, κανένας όμως δεν τον προσλάμβανε επειδή ήταν ανήλικος και οι νόμοι ήταν αυστηροί στον Νότο. Η εργασία ανηλίκων, έστω και λίγους μόλις μήνες πριν την ενηλικίωση τους, θεωρούνταν παράνομη και γίνονταν συνεχώς έλεγχοι από τις αρμόδιες αρχές.

Μαγικός, Βιβλίο 1 #SCBC2024Where stories live. Discover now