Κεφάλαιο 55: Ιάσονας Εναντίον Ωρίωνα

62 10 62
                                    

Η νύχτα προχωρούσε και η μάχη δεν έλεγε να τελειώσει, ενώ κανένας δεν φαινόταν πως θα έβγαινε νικητής. Η βροχή πήγαινε κι ερχόταν, πότε έπεφτε στην άγονη γη της Σκοτεινής Διάστασης σε λεπτές ψιχάλες, πότε χυνόταν σαν καταρράκτης. Ο Ιάσονας δεν έδινε σημασία πια σε όσους πολεμούσαν γύρω του, δεν ακολουθούσε κανέναν, είχε χωριστεί με το τάγμα του και απλά προχωρούσε μόνος αναζητώντας την Ιφιγένεια, ενώ χτυπούσε όποιον εχθρό του έμπαινε στο διάβα του. Και τότε την είδε. Είχε γείρει πάνω από έναν εχθρό τραυματία και τον θεράπευε, όπως την είχαν δει τα ξωτικά να κάνει, όμως αυτό δεν τον ένοιαζε τον Ιάσονα. Κοντά της ο Ωρίωνας συνέχιζε να πολεμάει και να παίρνει ζωές με μεγάλη ευκολία.

«Ιφιγένεια!» φώναξε με όλη του τη δύναμη. Η Ιφιγένεια τότε σήκωσε το κεφάλι της και τα βλέμματα τους ενώθηκαν, για να συνειδητοποιήσει έντρομος ότι αυτό που έλεγαν ήταν αλήθεια, όντως τα μάτια της είχαν γίνει κόκκινα. Είχε γίνει μία από αυτούς. Όμως... για μια στιγμή...! Η ενέργεια που έρεε μέσα από τα χέρια της καθώς θεράπευε εκείνον τον Σκοτεινό ήταν βιολετί, ενώ όπως είχε ήδη αποδειχθεί, όσα ξωτικά μεταμορφώνονταν σε βρικόλακες, η δύναμη τους χανόταν και τη θέση της έπαιρνε η Κόκκινη Μαγεία.

Αν ήταν έτσι, και η Ιφιγένεια δεν θα έπρεπε να διαθέτει Κόκκινη Ενέργεια; Πώς είχε παραμείνει το ανοιχτό μοβ χρώμα της θεραπείας της; Κι έπειτα, δάκρυ ήταν αυτό μόλις τον είδε; Μα τα Σκοτεινά Ξωτικά από ότι θυμόταν από όσα γνώριζε σχετικά με τους βρικόλακες, δεν έκλαιγαν... Ωστόσο αυτό δεν ήταν βάσιμο, πολλές διαφορές είχε διακρίνει μέχρι στιγμής ανάμεσα στα δύο αυτά είδη. Όπως και αν είχε όμως, θα την έσωζε. Ακόμα και Σκοτεινό Ξωτικό να είχε γίνει δεν θα την εγκατέλειπε. Ήταν σίγουρος πως δεν θα είχε χάσει ακόμα την αθωότητα και την καλοσύνη της και θα έκανε τα πάντα για να την πάρει πίσω. Και όταν λέμε «τα πάντα», εννοούμε φυσικά εκείνο το τεράστιο εμπόδιο που ονομαζόταν Ωρίωνας.

Η Ιφιγένεια άκουσε τη φωνή του σαν σε όνειρο μέσα στο χάος της μάχης, ύψωσε το βλέμμα της και τον είδε.

«Ιάσονα;» ψέλλισε, παρόλο που ήξερε πως δεν την άκουγε. Τα συναισθήματα της ανάμεικτα, από τη μια χαιρόταν που τον έβλεπε και η συγκίνηση ήταν τόσο μεγάλη που δάκρυσε. Από την άλλη όμως φοβόταν, έβλεπε στα μάτια του την αποφασιστικότητα και ήξερε πως θα επιχειρούσε να τη σώσει βάζοντας τον εαυτό του σε κίνδυνο. Ο Ωρίωνας δεν θα τον άφηνε να την πλησιάσει και είχε δει ήδη τι έκανε σε όσους το επιχείρησαν. Όλοι τους βρήκαν τραγικό τέλος.

Μαγικός, Βιβλίο 1 #SCBC2024Donde viven las historias. Descúbrelo ahora