Σε έναν απ' τους πετρόκτιστους διαδρόμους του Κόκκινου Παλατιού, που δεν ήταν κόκκινο εξωτερικά αλλά ονομαζόταν έτσι λόγω της Κόκκινης Μαγείας που είχαν τα περισσότερα Σκοτεινά Ξωτικά και λόγω του αίματος που έπιναν, δυο φιγούρες περπατούσαν μην έχοντας δουλειά εκείνη τη στιγμή να κάνουν. Ο ένας ήταν ο Νικηφόρος, ο Έκτος Λοχαγός με το δαιμόνιο του το χέλι γύρω από τους ώμους του, το οποίο με το μονίμως βρεγμένο δέρμα του, έβρεχε συνεχώς τα μαύρα στιλπνά μαλλιά του και σκόρπιζε νερά από όπου περνούσε με αποτέλεσμα οι υπηρέτριες να διαμαρτύρονται επειδή έπρεπε να σφουγγαρίζουν συνέχεια. Ο άλλος ήταν ο Φοίβος, ο Έβδομος, που δεν είχε το δαιμόνιο του μαζί του.
«Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί έβαλε τον Ωρίωνα να προσέχει τη μικρή κρατούμενη.» διαμαρτυρήθηκε ο Νικηφόρος. «Να μη μας αφήνει να πλησιάσουμε ούτε στα πέντε μέτρα από την κάμαρη της.»
«Συμφωνώ, φίλε μου. Απορώ γιατί τον εμπιστεύεται τόσο πολύ ο Λόρδος Άνθιμος, αφού αυτός και η Ελπινίκη είναι οι μόνοι των οποίων τις σκέψεις δεν μπορεί να διαβάσει.» είπε ο Φοίβος.
«Δεν ξέρεις, αγαπητέ Φοίβο, ότι ο Ωρίωνας του δείχνει οτιδήποτε θελήσει μέσω του αγγίγματος; Δεν έχει κάτι να κρύψει...»
«Ακριβώς. Οτιδήποτε θελήσει. Πού ξέρει εκείνος αν του κρύβει τίποτα;»
«Δεν έχεις και άδικο... Ίσως τότε να τον εμπιστεύεται επειδή διαθέτει εξαιρετική αυτοσυγκράτηση, ακόμα και στη θέα του αίματος. Όπως και να 'χει, και τι δεν θα έδινα να δοκίμαζα έστω μια σταγόνα από το αίμα της. Δεν έχουμε πιει ποτέ από ξωτικό. Μόνο ανθρώπους μας στέλνουν οι Προμηθευτές.»
Η συζήτηση τους διακόπηκε από την Ελπινίκη, η οποία φάνηκε πίσω από μια γωνία σταματώντας το βάδισμα τους. Κρατούσε ένα ποτήρι με αίμα στο χέρι της και φυσικά με την υπερφυσική της ακοή είχε ακούσει τη συζήτηση τους καθώς πλησίαζε και τώρα τους κοιτούσε αυστηρά και ψυχρά.
«Ελπινίκη! Πώς και βγήκες βόλτα στο παλάτι; Και που το πας αυτό;» της είπε ο Νικηφόρος με ένα ψεύτικο χαμόγελο δείχνοντας το κρυστάλλινο ποτήρι.
«Δεν σας έχουν πει, Έκτε και Έβδομε, να μην ανακατεύεστε σε υποθέσεις που δεν σας αφορούν; Άκουσα τη συζήτηση σας και θα τιμωρηθείτε αν μαθευτούν οι προθέσεις σας από τον Λόρδο Άνθιμο.»
Οι δυο κατώτεροι λοχαγοί κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και γέλασαν νευρικά.
«Μια πλάκα κάναμε, Πέμπτη. Φυσικά και δεν σκοπεύουμε να πιούμε το αίμα του ξωτικού. Όμως εσύ δεν έχεις κανένα λόγο να μας καρφώσεις, έτσι;» της είπε ο Νικηφόρος και ο Φοίβος ένευσε συμφωνώντας με ένα χαζό χαμόγελο. Το πρόσωπο της Ελπινίκης παρέμεινε ανέκφραστο.
KAMU SEDANG MEMBACA
Μαγικός, Βιβλίο 1 #SCBC2024
FantasiΟ Ιάσονας, ένας δεκαεφτάχρονος μαθητής Λυκείου του Νοτίου Βασιλείου, με μαγικές δυνάμεις και όνειρα που τον ταράζουν, προσπαθεί να ζήσει μια φυσιολογική ζωή με τους φίλους του Γιάννη και Ηρακλή. Όταν όμως εμφανίζεται στο σχολείο τους μια νέα μαθήτρι...