Κεφάλαιο 49: Τιμωρία και Άφεση

62 10 51
                                    

Ο Ιάσονας βρισκόταν ακόμα πεσμένος στο έδαφος πληγωμένος, όμως οι σωματικές πληγές ήταν το λιγότερο που τον ενδιέφεραν. Είχε αποτύχει πλήρως να σώσει την Ιφιγένεια ή έστω να τη δει... Ο Ωρίωνας του είπε πως δεν την πείραξε, όμως πώς ήξερε αν του έλεγε την αλήθεια; Κι αν δεν την έβλαψε σωματικά, της είχε ασκήσει σίγουρα ψυχολογική βία, ξεκινώντας από τον εκβιασμό της για να τον ακολουθήσει στη Σκοτεινή Διάσταση.

«Φτάνει, Ιάσονα! Αρκετά με τις αρνητικές σκέψεις! Ό,τι έγινε, έγινε! Τώρα σήκω και πάμε πίσω, και θα προσπαθήσουμε να σώσουμε την Ιφιγένεια κατά τη διάρκεια της μεγάλης μάχης όπως ήταν εξαρχής το σχέδιο!» άκουσε τη φωνή του Ντέριου, επιτακτική, προσπαθώντας να του δώσει θάρρος.

«Θα είναι καλά το κορίτσι σου.» συνέχισε σε πιο ήπιο και σοβαρό τόνο. «Είναι δυνατή, δεν θα καταφέρουν να τη λυγίσουν... Και εσύ μπορεί να μην κατάφερες τίποτα τώρα, όμως συγκέντρωσες κάποιες πληροφορίες τις οποίες πρέπει να αποκαλύψεις στο στρατό , για να ξέρουν με τι πλάσματα έχουν να κάνουν. Αν ο Τέταρτος Λοχαγός είναι υπεύθυνος για τη γενοκτονία των Ορκ, δεν τολμώ καν να φανταστώ τι εγκλήματα θα έχουν διαπράξει οι άλλοι τρεις και ο Λόρδος Άνθιμος. Θα έχουν ξεπεράσει μέχρι και εμένα!»

«Έχεις... δίκιο...» είπε ο Ιάσονας και άγγιξε την ουλή στο λαιμό του, έπειτα το κόψιμο στο στήθος του. Είχαν αρχίσει να κλείνουν, όμως ακόμα ένιωθε αδύναμος και πονούσε παντού.

«Πρέπει να σηκωθώ. Οι φίλοι μου θα ανησυχούν και ίσως έχουν αντιληφθεί και οι άρχοντες ότι λείπω.» και σφίγγοντας τα δόντια σηκώθηκε με δυσκολία, πλησίασε το σπαθί και το σήκωσε.

Καθώς κατευθυνόταν προς την έξοδο, πέρασε δίπλα από φρουρούς και στρατιώτες των Σκοτεινών, και εκείνοι όντως δεν τον πείραξαν, όμως έδειχναν απειλητικά τα δόντια τους και γρύλιζαν σαν άγρια ζώα από όπου περνούσε. Οι φρουροί του άνοιξαν τις πύλες κοιτάζοντας τον εξίσου άγρια και κατευθύνθηκε προς το στρατόπεδο βαδίζοντας με δυσκολία.

{...}

Την ίδια στιγμή που ο Ιάσονας έφευγε από το κάστρο, η Ιφιγένεια βρισκόταν ακόμα ξαπλωμένη στο δωμάτιο της με τον Ωρίωνα μέσα σε μια άβολη σιωπή.

«Ξέρεις...» έσπασε ξαφνικά τη σιωπή το νεαρό ξωτικό. «Εμείς οι Θεραπευτές πληρώνουμε ένα τίμημα για αυτή την ευλογημένη απ' τους Θεούς δύναμη μας. Δεν μπορούμε να θεραπεύσουμε τον εαυτό μας, εκτός και αν ένας άλλος θεραπευτής μας γιατρεύσει, κι όσο είμαστε πληγωμένοι δεν μπορούμε να γιατρεύσουμε άλλους. Όμως νομίζω πως έχω ανακτήσει κάποιες απ' τις δυνάμεις μου, οπότε μπορώ να θεραπεύσω τις πληγές σου.»

Μαγικός, Βιβλίο 1 #SCBC2024Where stories live. Discover now