Κεφάλαιο 11: Βλέπει Παντού Εχθρούς

118 13 122
                                    


Ο Ιάσονας βρισκόταν πάλι σε εκείνο το ζοφερό τοπίο με τον κόκκινο ουρανό στο οποίο έβλεπε το τέρας, μόνο που τώρα ήταν αλλιώς. Ο ίδιος βάδιζε ανάμεσα σε νεκρά ξωτικά, μέσα στα αίματα, με κομμένα άκρα ή θανάσιμες πληγές. Πολλών τα μάτια είχαν παραμείνει ανοιχτά και άψυχα, καθώς κάποιος τους είχε στερήσει το δικαίωμα της μακροζωίας και είχε λήξει τη ζωή τους τόσο άδοξα. Κατάλαβε πως βρισκόταν σε ένα πεδίο μάχης, γιατί φορούσαν πολεμικές πανοπλίες και στολές χρώματος ανοιχτού γαλάζιου, βαμμένες και αυτές με το αίμα τους. Περπατώντας, είδε και νεκρούς ανθρώπους με τη μπλε πολεμική πανοπλία του Νότου, καθώς και μάγους ντυμένους με σκούρες μπλε πολεμικές στολές. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για αυτό. Έβλεπε τόσο θάνατο γύρω του και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Φαινόταν τόσο τρομακτική και ζωντανή αυτή η σκηνή, όχι σαν όνειρο αλλά σαν ανάμνηση που ακόμα δεν είχε έρθει.

«Ιάσονα...» άκουγε έναν ανατριχιαστικό ψίθυρο μέσα στο μυαλό του. Στράφηκε πίσω του, δίπλα του, παντού, μα δεν αντίκρισε κανέναν ζωντανό.

«Ιάσονα.» επανέλαβε η φωνή και συνέχισε να τον καλεί όλο και πιο επίμονα και δυνατά. Ο Ιάσονας έπιασε σφιχτά το κεφάλι του κι έκλεισε τα αυτιά του μήπως πάψει να την ακούει, καθώς τα πάντα άρχισαν να θολώνουν και να γυρίζουν γύρω του.

Έπειτα, άνοιξε τα μάτια του και βρέθηκε αντιμέτωπος με το τέρας του εφιάλτη του. Κάτι μαύρες σκιές σαν πλοκάμια απλώνονταν από το σώμα του, οι οποίες έμοιαζαν να το τυλίγουν. Ο Ιάσονας πισωπάτησε προσπαθώντας να τις αποφύγει, μα μία από αυτές τον έπιασε και τυλίχτηκε γύρω του. Το τέρας είχε ανοίξει το στόμα του και τα κοφτερά του δόντια φαίνονταν απειλητικά καθώς το σκιώδες πλοκάμι τον έσφιγγε, στερεύοντας τον αέρα απ' τα πνευμόνια του και τον έφερνε όλο και πιο κοντά του.

«Έλα μαζί μου, Ιάσονα...» του μίλησε το τέρας με την ίδια ανατριχιαστική φωνή που άκουγε μες στο κεφάλι του.

«Όχι! Ποτέ!» φώναξε τότε ο Ιάσονας.

Συνειδητοποίησε πως δεν βρισκόταν πια δέσμιος του μαύρου τέρατος με τα σκιώδη πλοκάμια, αλλά είχε ξυπνήσει από τον εφιάλτη και είχε φωνάξει στα αλήθεια, γιατί αμέσως μετά άκουσε τη φωνή του φίλου του:

«Τι έγινε;! Τι έπαθες;!» αναφώνησε ο Ηρακλής ανήσυχος.

Ο Ιάσονας, λαχανιασμένος και κάθιδρος, κοίταξε γύρω του. Βρισκόταν στον ξενώνα του σπιτιού της Ιφιγένειας και ήταν ασφαλής. Στράφηκε προς τον Ηρακλή:

Μαγικός, Βιβλίο 1 #SCBC2024Onde histórias criam vida. Descubra agora