Ο Ιάσονας είχε σηκωθεί και μαχόταν νιώθοντας πιο δυνατός από ποτέ. Δεν είχε ιδέα από ξιφομαχία, όμως κατά έναν παράξενο τρόπο, ήταν λες και το ιστορικό σπαθί του Λόρδου Ντέριου λειτουργούσε από μόνο του, σαν να ήταν ξεχωριστή οντότητα. Τον τραβούσε μπροστά καθώς προσπαθούσε να καταφέρει χτύπημα στον Αντίνοο, ενώ έμπαινε προστατευτικά μπροστά του όταν το σπαθί του Αντίνοου απειλούσε να τον χτυπήσει. Παρόλο που φαίνονταν λίγο αδέξιες οι κινήσεις του λόγω της έλλειψης εμπειρίας και επειδή το σπαθί κινούνταν σαν από δική του βούληση, σαν να μαχόταν το σπαθί χρησιμοποιώντας τον ίδιο δηλαδή, τους είχε εντυπωσιάσει όλους, ακόμα και τον Ωρίωνα που παρακολουθούσε.
Ο Αντίνοος είχε αρχίσει να νευριάζει. Μέχρι στιγμής δεν είχε καταφέρει ούτε ένα χτύπημα στον νεαρό μάγο, ενώ αντιθέτως εκείνος με το σπαθί που ξεφύτρωσε από το πουθενά τον είχε κόψει σε αρκετά σημεία και μαύρο αίμα έτρεχε.
Μαύρο αίμα; Αναρωτήθηκε ο Ιάσονας. Μα οι βρικόλακες, σύμφωνα με τους θρύλους, δεν έχουν καθόλου αίμα. Δεν μπορεί... Κάποιο διαφορετικό είδος θα είναι. Εκτός κι αν οι ιστορίες σχετικά με τους βρικόλακες που υπάρχουν στον Κόσμο είναι λανθασμένες...
Με αυτές τις σκέψεις όμως, έχασε την αυτοσυγκέντρωση του, και ένα χτύπημα του Αντίνοου με Κόκκινη Μαγεία από το αριστερό του χέρι με το οποίο άφησε λίγο το σπαθί, τον έριξε ξανά κάτω με την πλάτη στο χορτάρι του ξέφωτου. Έκανε να σηκωθεί, μα μια μπάλα Κόκκινης Μαγείας τον χτύπησε ξανά και το σπαθί του Αντίνοου καρφώθηκε στο δεξί του χέρι. Ούρλιαξε απ' τον πόνο, έπειτα όμως έσφιξε τα δόντια και προσπάθησε να σηκώσει ξανά το σπαθί το οποίο είχε πέσει λίγα μέτρα παραπέρα. Εκείνο κουνήθηκε, μα ήταν πολύ αδύναμος και πληγωμένος για να το φέρει ξανά στο χέρι του.
«Είπα ότι δεν θα χρησιμοποιήσω το σπαθί μου μαζί σου.» μίλησε ξανά με την άγρια, αλαζονική φωνή του το μεγαλόσωμο, απόκοσμο ξωτικό. «Προτιμώ να δέρνω παρά να πετσοκόβω. Όμως δεν μου άφησες άλλη επιλογή. Και σίγουρα θα μας είσαι άχρηστος, αφού σε έριξα τόσες φορές και τόσο εύκολα, οπότε σίγουρα δεν θα τον πειράξει τον αφέντη μας αν σε αποτελειώσω.» και ύψωσε το σπαθί του, το οποίο έλαμψε απειλητικά στο φως του ήλιου, για το τελειωτικό χτύπημα.
Ώστε αυτό ήταν; Τέλειωσαν όλα; Θα με σκοτώσει έτσι απλά; Και οι φίλοι μου;
Όμως, από το πουθενά και σε κλάσματα δευτερολέπτου εμφανίστηκε ο Ωρίωνας, αυτή τη φορά χωρίς τον Βαρόνο στον ώμο του ο οποίος πέταξε προς άγνωστη κατεύθυνση. Το χέρι του κρατούσε το χέρι του Αντίνοου με το σπαθί, σταματώντας το τελειωτικό του χτύπημα ενάντια στον Ιάσονα.
ŞİMDİ OKUDUĞUN
Μαγικός, Βιβλίο 1 #SCBC2024
FantastikΟ Ιάσονας, ένας δεκαεφτάχρονος μαθητής Λυκείου του Νοτίου Βασιλείου, με μαγικές δυνάμεις και όνειρα που τον ταράζουν, προσπαθεί να ζήσει μια φυσιολογική ζωή με τους φίλους του Γιάννη και Ηρακλή. Όταν όμως εμφανίζεται στο σχολείο τους μια νέα μαθήτρι...