Κεφάλαιο 35: Ανφάνη

72 11 144
                                    


Το Σάββατο, η ημέρα που περίμεναν όλοι για την αναχώρηση τους για την Ανφάνη, επιτέλους έφτασε. Ο καιρός ήταν ήδη καλοκαιρινός, παρόλο που ήθελε ακόμα δύο μέρες για να μπει το Καλοκαίρι. Ο πρωινός ουρανός ήταν καταγάλανος, με μοναδικό του στολίδι τον ήλιο που έλαμπε, όμως ευτυχώς η ζέστη βρισκόταν σε φυσιολογικά πλαίσια και δεν ήταν καθόλου αποπνικτική. Ξεκίνησαν από τις εννέα το πρωί, γιατί, όπως ίσχυε και για το ταξίδι από το Λιμάνι των Ξωτικών ως την Έλφια, ήθελαν τέσσερις ώρες μαζί με τις στάσεις όπως είχαν υπολογίσει για να φτάσουν στην ακτή. Θα έφταναν μεσημέρι και θα γευμάτιζαν κατευθείαν με τον Λόρδο Νίμο, έπειτα θα τους ξεναγούσε στο μέγαρο του και στην παραλία και το απόγευμα θα τους ξεναγούσε στα πιο γνωστά σημεία της Ανφάνης.

Η βασιλική συνοδεία ξεκίνησε με αρκετές άμαξες, ενώ κάποιοι ίππευαν απλά τα άλογα τους. Ο Αδριανός ταξίδευε στη ράχη του Λεύκιου ενώ ο Γιάννης σε ένα ολοκαίνουργιο άλογο που του είχε χαρίσει ο ίδιος ο Αρχηγός των Τοξοτών, ως δώρο επειδή τα πήγαινε τόσο καλά στην εκπαίδευση και είχε ξεπεράσει κατά πολύ τον εαυτό του. Στους κολλητούς του φαινόταν περίεργο το ότι τον έβλεπαν να ιππεύει, θύμιζε έναν γοητευτικό ιππότη από άλλες εποχές που έκαιγε καρδιές, από ότι του είπαν μεταξύ σοβαρού και αστείου.

Το ταξίδι ήταν για όλους ευχάριστο, γνώρισαν και άλλα όμορφα μέρη τα οποία δεν είχαν δει όσο καιρό έμεναν εκεί, έκαναν στάσεις σε μαγευτικά τοπία με λίμνες και καταρράκτες μέσα σε πυκνή βλάστηση αλλά και σε χωριά στα οποία οι κάτοικοι τους καλωσόριζαν εγκάρδια. Έφτασαν σχεδόν στη μία η ώρα το μεσημέρι, όπως ακριβώς είχε υπολογίσει ο Άρχοντας Έλιος, που σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις η γυναίκα του τον πείραζε λέγοντας του πως ήταν ψυχαναγκαστικός. Και δεν τη διέψευσε καθόλου, καθώς χαμογέλασε ικανοποιημένος όταν πέρασαν τις πύλες της Ανφάνης την ώρα που είχε υπολογίσει.

Η Ανφάνη ήταν μια πολύ όμορφη πόλη, με την πλειοψηφία των κατοίκων να είναι ξωτικά του νερού. Οι δρόμοι της έσφυζαν από ζωή, τα περισσότερα σπίτια ήταν χαμηλά λες και ήταν χωριό, ενώ η βλάστηση εδώ θύμιζε τροπικό παράδεισο, με φοίνικες και άλλα τροπικά φυτά. Στον κεντρικό δρόμο βρίσκονταν πολλά μαγαζιά που πουλούσαν σουβενίρ, αλλά και διάφορα θαλάσσια πράγματα, σανίδες του σερφ, ομπρέλες θαλάσσης, μέχρι και στολές κατάδυσης, και άλλα που πουλούσαν χειροποίητα κοσμήματα με κοχύλια και πολύχρωμες πέτρες, αλλά και καταστήματα εστίασης, καφετέριες, εστιατόρια και ταβέρνες. Τα περισσότερα από αυτά ήταν γεμάτα, καθώς ξωτικά από όλη τη χώρα είχαν καταφθάσει για να παρευρεθούν στο φεστιβάλ.

Μαγικός, Βιβλίο 1 #SCBC2024Where stories live. Discover now