Κεφάλαιο 50: Μια Ανάσα πριν τη Μάχη

69 11 57
                                    

Λίγες ημέρες ακόμα πέρασαν και αρκετοί από το στρατό είχαν αρχίσει να χάνουν την υπομονή τους σε εκείνο το μέρος, όπου η μέρα ξεχώριζε από τη νύχτα μόνο χάρη στον κόκκινο ουρανό. Οι Άρχοντες και οι αξιωματικοί προσπαθούσαν να δίνουν κουράγιο σε όλους. Πολλοί από τα Ξωτικά, αλλά και από τους Μάγους, είχαν λάβει μέρος σε μεγάλες και σκληρές μάχες, κατά τη διάρκεια των οποίων οι περισσότεροι Άνθρωποι δεν είχαν γεννηθεί ακόμα, οπότε ήταν καλύτερα προετοιμασμένοι.

Οι προπονήσεις και τα σχέδια μάχης καλά κρατούσαν, ενώ τις ώρες ανάπαυλας ο Ιάσονας την περνούσε ως επί το πλείστον με τους φίλους του, τον Γιάννη, τον Ηρακλή και τα τρία Ξωτικά που βρίσκονταν εκεί, τη Φωτεινή, την Ηλέκτρα και τον Αδριανό, ενώ μοιράζονταν όλοι την ανησυχία τους για την Ιφιγένεια.

Παράλληλα και στην Ωραιόπολη του Νότου ετοιμάζονταν εντατικά. Οι υπόλοιποι τέσσερις βασιλείς μαζί με αρκετά στρατεύματα τους, οι Ζωοφάγοι της Βαλεντίνας, ο άλλος μισός στρατός από τη Χώρα των Ξωτικών με επικεφαλή τη Λαίδη Ανδριάνα, καθώς επίσης και κάποιοι Χρονομάγοι που σκοπό θα είχαν να μεταφέρουν νέα από εκεί στη Σκοτεινή Διάσταση και το αντίστροφο, είχαν ήδη καταφθάσει και στρατοπεδεύσει στο άλσος για να είναι έτοιμοι για τη μεγάλη επίθεση, κάνοντας και εκείνοι σχέδια και προπονήσεις. Όσοι πολίτες παρέμειναν εκεί βρήκαν καταφύγιο σε υπόγεια σπιτιών, ενώ ολόκληρη η Πόλη του Νότου φρουρούνταν από αρκετούς φρουρούς της Βασίλισσας Αλεξάνδρας για να βεβαιωθούν ότι ο Άνθιμος δεν θα χτυπούσε κάπου αλλού.

{...}

Ο Άνθιμος, μαζί με τους Λοχαγούς που είχε πάρει μαζί του, δηλαδή την Εύα, τον Αρίσταρχο, τον Νικηφόρο, τον Φοίβο και τη Ροζαλία, καθώς και σύσσωμο τον Σκοτεινό στρατό του, επέστρεψε και τους παράταξε αρκετά μέτρα μακριά από την πίσω πλευρά του κάστρου, ώστε να μη γίνουν αντιληπτοί απ' τους εχθρούς τους και να γίνουν όλα με τον «εκλεπτυσμένο» τρόπο όπως είχε σχεδιάσει σύμφωνα πάντα με τις προβλέψεις του Αρίσταρχου για το κοντινό μέλλον.

Στάθηκε απέναντι από τον αιμοδιψή στρατό των Ξωτικοβρικολάκων, με τους Λοχαγούς στο πλάι του και έβγαλε έναν εμψυχωτικό λόγο:

«Παντοδύναμε στρατέ μου! Πλησιάζει επιτέλους η στιγμή της δόξας μας! Απόψε το βράδυ, που θα έχει δύσει ο ήλιος στον Κόσμο των Ανθρώπων, θα ξεκινήσω με τους τρεις πρώτους Λόχους και θα επιτεθούμε στο Νότιο Βασίλειο! Όλοι οι υπόλοιποι θα παραμείνετε εδώ με επικεφαλή τον Τέταρτο Λοχαγό Ωρίωνα, ο οποίος θα σας οδηγήσει σε άλλη μία μάχη για να εξουδετερώσετε τα Ξωτικά, τους Μάγους και τους Ανθρώπους που τόλμησαν να εισβάλλουν εδώ! Κι όταν κατακτήσουμε το Νότιο Βασίλειο, θα μεταφέρουμε εκεί τη Σκοτεινή Διάσταση και σύντομα όλος ο Κόσμος θα μας ανήκει, βυθίζοντας τα πάντα στην αιώνια νύχτα! Δεν θα χρειάζεται πια να κρυβόμαστε σε μια μικρή διάσταση, ούτε να τρεφόμαστε από τεχνητό αίμα, γιατί το αίμα των Ανθρώπων θα είναι η τροφή μας, οι οποίοι δεν θα είναι πια στην κορυφή της τροφικής πυραμίδας αλλά εμείς! Και όσοι από εσάς αδικηθήκατε στην προηγούμενη ζωή σας ως Ξωτικά, τώρα θα είσαστε ελεύθεροι να κάνετε ό,τι ποθείτε!» Είπε αυτά τα τελευταία λόγια, ανοίγοντας διάπλατα τα χέρια του, για να δεχθεί ένα πλήθος χειροκροτημάτων καθώς οι υπήκοοι του τον αποθέωναν.

Μαγικός, Βιβλίο 1 #SCBC2024Where stories live. Discover now