Ο Ιάσονας στεκόταν στηριζόμενος τους αγκώνες του στην κουπαστή και κοιτούσε το απέραντο γαλάζιο του ουρανού και το βαθύ μπλε της θάλασσας, καθώς η Ροδάνθη έπλεε στα ήρεμα νερά της. Στον ορίζοντα δεν φαινόταν ίχνος στεριάς, σαν να ήταν το καράβι ένας μικρός κόσμος μόνος του, απομονωμένος από τον υπόλοιπο Κόσμο.
Ήταν πρωί και στο κατάστρωμα τριγύριζαν οι ναύτες, κάποιοι νωχελικά μην έχοντας κάποια δουλειά να κάνουν και άλλοι εργάζονταν χαλαρά ή καθάριζαν το ξύλινο πάτωμα. Είχε περάσει ένα εικοσιτετράωρο από την ώρα που αναχώρησαν απ' το Λιμάνι του Νότου και τους απέμενε άλλο τόσο. Την επόμενη μέρα, ίδια ώρα θα έφταναν στη μαγευτική Χώρα των Ξωτικών. Ο Ιάσονας ανυπομονούσε, αν και είχε λίγη αγωνία συγχρόνως. Πώς θα ήταν άραγε εκεί; Τι θα μάθαιναν; Πώς θα εκπαιδευόταν; Και αν δεν κατάφερνε να γίνει πιο δυνατός; Και μετά τι; Εκείνος αγωνιούσε περισσότερο από όλους για τον πόλεμο, γιατί τον είχε δει να συμβαίνει στα όνειρα του. Όμως, σκεφτόταν τα λόγια της Ιφιγένειας, ότι έπρεπε να ζήσουν και να απολαύσουν την κάθε στιγμή μέχρι τότε, και έπειθε τον εαυτό του να μη σκέφτεται το δυσοίωνο μέλλον που είχε προβλέψει αλλά το πιο κοντινό που ήταν πιο ευχάριστο.
Οι σκέψεις του διακόπηκαν από μια φιγούρα που στάθηκε ακριβώς δίπλα του. Ήταν ο Σωκράτης, ο οποίος άδειαζε το περιεχόμενο του στομαχιού του στη θάλασσα.
«Αυτό δεν ήταν ανάγκη να το δω πρωί- πρωί...» είπε γυρίζοντας απ' την άλλη ο νεαρός μάγος. Ο Σωκράτης σκούπισε το στόμα με το μανίκι του και είπε:
«Συγνώμη για αυτό μικρέ. Δεν έπρεπε να πιω τόσο χθες τη νύχτα. Όμως δεν ξέρω αν θα έχω ξανά την ευκαιρία να πιω όσο θέλω στη Χώρα των Ξωτικών. Άκουσες τι είπε ο Άρχοντας Έλιος... Θα προσπαθήσει να με βοηθήσει να το κόψω.»
Την προηγούμενη μέρα, το ταξίδι τους είχε κυλήσει πολύ όμορφα και όλοι το απολάμβαναν. Το απόγευμα είδαν τον ήλιο να δύει πίσω από τη νοητή γραμμή του ορίζοντας ανάμεσα σε ουρανό και θάλασσα και ήταν ένα θέαμα μαγευτικό, το ίδιο και η έναστρη νύχτα που ακολούθησε, τα αμέτρητα αστέρια και οι αστερισμοί που φαίνονταν επάνω στο μαύρο καμβά και το φεγγάρι να τους φωτίζει το δρόμο. Μετά το δείπνο, ο Καπετάνιος Ιγνάτιος οργάνωσε φαγοπότι με μουσική και χορούς της Χώρας των Ξωτικών, όλοι διασκέδασαν πραγματικά και ο Σωκράτης ήπιε λίγο παραπάνω.
{...}
Και εκείνη η μέρα πέρασε ευχάριστα, με τα ξωτικά του Νερού να κάνουν διάφορα κόλπα με τη θάλασσα όταν είχαν χρόνο, ανασηκώνοντας τα νερά και φτιάχνοντας σχήματα, πράγμα το οποίο οι δυο μαθητές από την Ωραιόπολη απόλαυσαν και χειροκρότησαν. Το μεσημέρι γευμάτισαν όλοι μαζί όπως και την προηγούμενη μέρα ενώ το απόγευμα θαύμασαν ένα ακόμα ηλιοβασίλεμα. Η Ιφιγένεια έγειρε στον ώμο του Ιάσονα κοιτάζοντας τον πορτοκαλί ορίζοντα, όμως ο νεαρός απομακρύνθηκε διακριτικά όταν εισέπραξε ένα αυστηρό βλέμμα απ' τον πατέρα της.
YOU ARE READING
Μαγικός, Βιβλίο 1 #SCBC2024
FantasyΟ Ιάσονας, ένας δεκαεφτάχρονος μαθητής Λυκείου του Νοτίου Βασιλείου, με μαγικές δυνάμεις και όνειρα που τον ταράζουν, προσπαθεί να ζήσει μια φυσιολογική ζωή με τους φίλους του Γιάννη και Ηρακλή. Όταν όμως εμφανίζεται στο σχολείο τους μια νέα μαθήτρι...