"Όσα ποτέ δεν συνέβησαν αλλά ανέκαθεν υπήρχαν"
(Σαλούστιος "Περί Θεών και κόσμου")
Κεφάλαιο 1.1
1.1.1 Στα τείχη της Εγχέλειας
Ο Ουρανός πέρα στη Δύση είχε πάρει ένα μουντό χρώμα. Ο ήλιος ήδη είχε προλάβει να χαθεί εδώ και ώρα σε μια αγκαλιά από βαριά μολυβένια σύννεφα, που απλώνονταν μεγαλόπρεπα και απειλητικά σε όλο το βάθος του ορίζοντα. Μπορούσες ήδη να δεις τη λάμψη από τους κεραυνούς που αυλάκωναν τον ουρανό. Ο Δίας θυμωμένος ή λυπημένος είχε αρχίσει να εκδηλώνει τα αισθήματά του για εκείνο το δειλινό με τα αστραπόβροντά του. Ποιος ξέρει άραγε το λόγο; Ποια οργή του ή ποια θλίψη του, ήταν αυτή που γέμιζε τον ουρανό με τη λάμψη και τον κρότο. Ο αέρας άρχισε να δυναμώνει απ' τον νοτιά και να κατρακυλά δυνατός και βουερός από τα πανύψηλα βουνά ως κάτω την μικρή πεδιάδα. Τον ένιωθες υγρό, δεν υπήρχε αμφιβολία ότι κουβαλούσε τη νοτισμένη του βροχή, που μάλλον θα πήγαινε σε καταιγίδα.
Η Γαία και η φύση ολόγυρα ακολουθούσε κι αυτή. Αυτό το δειλινό έκρυβε κάτι μεγάλο να γενεί. Το έβλεπες στα χρώματα της δύσης, δεν είχαν εκείνο το γλυκό μωβ κόκκινο χρώμα την ώρα που η γη αγκαλιάζει το άρμα του ήλιου καθώς εκείνος έγερνε στην αγκαλιά της νύχτας. Όλα ήταν πιο γκρίζα, πιο μαύρα. Τι θα γινόταν άραγε απόψε; Τι έκρυβε η νύχτα που ερχόταν; Λες και η φύση θρηνούσε για κάποιο επερχόμενο τέλος; Αλλά ποιο; Κάποιοι είχαν δει τον Χάροντα, το γιο του Ερέβους και της Νύχτας, τον γέροντα εκείνο περαματάρη του Άδη, να ετοιμάζει τη βάρκα του. Όπως το έκανε πάντα, στον αιώνιο χρόνο.
Ψηλά στα τείχη της Εγχέλειας έκανε ψύχρα. Κάπου εκεί πίσω απ τις επάλξεις στο μεγάλο πέτρινο παράθυρο που σχημάτιζε ο μικρός πύργος, ένας ηλικιωμένος αρχοντοφορεμένος άντρας έγερνε το γερασμένο του κορμί πίσω στην ξύλινη πλάτη του ανάκλιντρου που καθόταν. Παρά τα χρόνια και την ηλικία του, μαρτυρούσε παρελθόν επιβλητικού ψηλόκορμου άντρα. Με πρόσωπο όμορφο και κορμί στιβαρό. Όλα αυτά φαίνονταν στο παρελθόν του. Τα μάτια του ήταν αφημένα πέρα στη θέα των ψηλών βουνών κατά την Ανατολή. Μπορούσε να δει κανείς το βλέμμα του με αγωνία να ψάχνει και να ταξιδεύει κάτω στα ψηλά βουνά, να κατεβαίνει σε πεδιάδες, να διασχίζει ποτάμια και λίμνες και να φτάνει εκεί στη γη της Θράκης.
Στα μάτια του κάποιος θα μπορούσε να διακρίνει ένα δάκρυ, που σαν μικρό κρυστάλλινο διαμάντι άρχισε αργά να κατηφορίζει προς τα ρυτιδωμένα του μάγουλα. Το μυαλό του ταξίδεψε χρόνια πριν, πίσω στα χρόνια της νιότης. Λες και το ζούσε. Εκείνες τις στιγμές. Ναι, σαν να άκουγε πάλι εκείνη τη φωνή στα αυτιά του όπως εκείνη τη μέρα...
KAMU SEDANG MEMBACA
Τα δώρα της Αρμονίας
Fiksi SejarahΑπό τα χέρια των Αθάνατων στα χέρια των Θνητών. Από τα χέρια των Θεών σε χέρια ανθρώπων. Δώρα για το γάμο μιας κόρης δύο Θεών με έναν θνητό της εποχής του γένους των Ηρώων των ανθρώπων. Ένα περιδέραιο και ένα πέπλο. Για το γάμο της Αρμονίας, κόρης τ...