Κεφ. 3.7 Οι μέρες μετά τον όλεθρο (ΙΙ)

16 3 4
                                    

Εριφύλη

Η Φθινοπωρινή νύχτα στο Άργος είχε μια παράξενη σιωπή εκείνο το βράδυ. Ο ύπνος είχε πάρει στην αγκαλιά του ολάκερη την πόλη με τους ανθρώπους της. Μονάχα το φως του φεγγαριού στο μισό του έριχνε λίγο από το ασημένιο του φως στα σπίτια δημιουργώντας παράξενους αργούς χορούς με τις σκιές καθώς κατέβαινε το ταξίδι του στον σκοτεινό ουρανό. Η ακρόπολη φάνταζε σαν παράξενος σκούρος όγκος μέσα στο σκοτάδι. Πόσο σιωπηρός είναι ο κόσμος της νύχτας και τι μπορεί να κρύβει.

Η γυναίκα ένιωσε αυτό το παράξενο "κάτι" να γεμίζει το χώρο ολόγυρά της. Έξω στις αυλές, στο αίθριο, να μπαίνει μέσα στο σπίτι της. Να απλώνεται παράξενα στο δωμάτιό της. Μια παρουσία. Αυτό κατάλαβε, μια ξένη παρουσία. Κάτι βαρύ της πλάκωνε το στήθος. Προσπάθησε να κουνήσει κάποιο από τα χέρια της. Τα καταλάβαινε τόσο βαριά στο σώμα της που δεν μπορούσε να το εξηγήσει. Το ίδιο συνέβαινε και με τα μάτια της. Έπρεπε να ανοίξει τα βλέφαρά της. Ένας παράξενος φόβος άρχισε να την καταβάλει σύγκορμη. Προσπάθησε να δει μέσα στο σκοτάδι. Ήταν αδύνατον να ανοίξει τα μάτια της. Λες και μια παράξενη δύναμη τα κρατούσε εκεί σφαλιστά. Όμως έπρεπε να τα καταφέρει. Δεν είχε άλλη επιλογή. Αυτό το "κάτι" είχε μπει πια απρόσκλητο στο δωμάτιό της. Με το άγχος να την πνίγει άνοιξε απότομα τα μάτια της και σηκώθηκε στο κρεβάτι της ακουμπώντας πίσω με τα χέρια της. Γύρω της απόλυτη σιωπή. Κι όμως, ήταν σίγουρη ότι δεν ήταν μόνη! Ναι! Εκεί στο βάθος του δωματίου, κοντά στην πόρτα, μια παράξενη ομίχλη τυλιγμένη στο ελάχιστο φως του φεγγαριού σχημάτιζε μια άμορφη φιγούρα απέναντί της. Ο φόβος ένιωθε να την πνίγει. Πλέον μπορούσε να βλέπει καθαρά. Λίγα βήματα απέναντί της οι σκιές, η ομίχλη που ήρθε από το πουθενά έπαιρναν σχήμα και μορφή. Μια νεαρή γυναίκα άρχισε να πλάθεται μπροστά της. Πάγωσε στην κυριολεξία στο κρεββάτι της. Πήγε κάτι να πει, να ρωτήσει, να φωνάξει. Μάταια όμως. Όλα μέσα της είχαν ατονίσει.

Και τότε την είδε. Η γυναικεία μορφή γινόταν όλο και πιο ξεκάθαρη. Τα πόδια της, το σώμα της, τα μαλλιά, το κεφάλι της. Το πρόσωπό της ακόμα ήταν άγνωστο σαν κάτι να την εμπόδιζε να το ξεχωρίσει. Ξάφνου ένιωσε όμορφα. Η νεαρή γυναίκα απέναντί της φορούσε ένα κατάλευκο χιτώνα και στο πάνω μέρος από τους ώμους της ξεχώριζε ένα πανέμορφο πέπλο. Κάτι της θύμιζε αυτό το πέπλο, σαν να το είχε ξαναδεί. Όμως μέσα στο σκοτάδι άρχισε γύρω από το λαιμό της γυναίκας να φέγγει αχνά στην αρχή και μετά να λαμπυρίζει έντονα κάτι άλλο. Μα ναι! Το είδε! Ήταν ένα περιδέραιο! Ένα χρυσοποίκιλτο περιδέραιο, που έλαμπε με τη λεπτότητα και την ομορφιά του. Έβλεπε στον κορμό του ένα φίδι που το διαπερνούσαν πολλά άστρα να καταλήγει σε δύο κεφάλια με ανοιχτά τα στόματά τους αντικριστά. Ήταν φιλοτεχνημένο με πετράδια πολύτιμα που έλαμπαν στο σχήμα του φιδιού, του αητού και του αστεριού. Αυτό το περιδέραιο το ήξερε! Το θυμήθηκε. Μαζί με το πέπλο ήταν τα δώρα που έδωσαν οι Θεοί στο γάμο της Αρμονίας. Ήταν τα δώρα που πήρε η ίδια από τα χέρια του Πολυνείκη.

Τα δώρα της ΑρμονίαςOù les histoires vivent. Découvrez maintenant