Κεφ. 3.8 Μετά το θάνατο, ο θρήνος

22 4 14
                                    

Μουσική επιμέλεια έργου: Γλαύκη (https://stisglafkistocafe.blogspot.com/)

3.8.1 Απαγορευμένες χοές

Έπρεπε να προλάβει. Δεν είχε χρόνο. Όλα έτρεχαν γύρω χωρίς τη δική της θέληση. Ο Κρέων είχε δώσει τις διαταγές του και εκείνη είχε πάρει τις αποφάσεις της. Εκείνες που ακολουθεί το ανθρώπινο γένος από τότε που πήρε πνοή ζωής απ τους Θεούς. Δεν είχε να δώσει λόγο σε κανέναν παρά μονάχα στη συνείδησή της. Και στα συναισθήματά της που την έπνιγαν. Όλα είχαν τελειώσει ολόγυρα στα τείχη της Θήβας. Η νίκη είχε στεφανώσει τα όπλα των συμπατριωτών της όμως ο θάνατος δεν χωρίζει ξένους και δικούς. Και έπεσε πάνω στη γενιά της χωρίς να κάνει διάκριση. Η αδελφή της βρήκε τραγικό θάνατο μέσα στον ναό της Παλλάδας. Τα αδέλφια της είχαν σκοτωθεί με τα ίδια τους τα χέρια. Η μάνα της έδωσε ή ίδια τέλος στη ζωή της μην αντέχοντας το χαμό τους. Ο πατέρας της έφυγε εξόριστος και πέθανε τυφλός, σε ξένη γη. Μια αλληλοσφαγή με διακύβευμα ένα θρόνο και μια εξουσία. Αξίες και συναισθήματα κυλίστηκαν στου θανάτου την αντάρα.

Για την Αντιγόνη ο χρόνος αυτές τις στιγμές δεν ήταν σύμμαχος, έπρεπε να βιαστεί. Οι Θηβαίοι είχαν ήδη αρχίσει να περισυλλέγουν, να τιμούν και να καίνε στην ιερή πυρά τα σώματα των νεκρών τους. Τυλίχτηκε στον μαύρο της χιτώνα της. Πήρε στο χέρι της δύο μικρά χάλκινα δοχεία. Στο ένα είχε νερό και στο άλλο μέλι. Έριξε και ένα μαύρο πέπλο στο πρόσωπό της και βγήκε. Ο ήλιος είχε ήδη γείρει πίσω απ' τα βουνά στη δύση. Η ατμόσφαιρα ήταν άσχημη και ανατριχιαστική έξω απ' τα τείχη της πόλης. Μεγάλες φωτιές είχαν ανάψει ολόγυρα για να καούν οι νεκροί. Μπορούσες να διακρίνεις τις μορφές των Θηβαίων που περιδιάβαιναν ανάμεσα στα σώματα των νεκρών. Το έργο τους ήταν κοπιαστικό και είχε ήδη ξεκινήσει απ' την αυγή της μέρας. Θέαμα τρομερό και απόκοσμο συνάμα. Μια απαίσια μυρωδιά είχε σκεπάσει τον κάμπο και παντού ακούγονταν θρήνοι, οδυρμοί και οιμωγές.

Ήξερε κατά πού θα πάει. Ήξερε πού είχαν πέσει νεκρά τα αδέλφια της. Έριξε μια ματιά γύρω της. Στρατιώτες και πολίτες τριγύριζαν παντού. Προχώρησε έξω από τις Νήιστες πύλες. Άρχισε με αγωνία να ψάχνει. Ευτυχώς δεν είχε πέσει ακόμα το σκοτάδι και τα βήματά της, την έφεραν στο μέρος της τραγωδίας. Ένιωσε ένα κόμπο συγκίνησης στο λαιμό της. Η αίσθηση του καθήκοντος της έδωσε δύναμη να τον προσπεράσει. Δεν είχε την πολυτέλεια να λυγίσει. Ειδικά τώρα. Περπάτησε αρκετά μέσα σε ένα περιβάλλον γεμάτο οδύνη και σπαραγμό. Μάνες θρηνούσαν τους γιους τους, γυναίκες τους άντρες τους, από κοντά νεαρά παιδιά που αποχαιρετούσαν τους πατεράδες τους. Οι ιερές νεκρικές φωτιές αγκάλιαζαν τα σώματα των νεκρών για να γίνουν τύμβοι και ταφικά μνημεία αργότερα. Ο πόλεμος! Η κατάρα αυτής της αιώνιας ανθρωποσφαγής, που μονάχα δεινά και θρήνους κουβαλά. Η φρίκη του και τα αποτελέσματά του. Όταν η λογική, ο νους και η ανθρωπιά χάνονται μπροστά στη δίψα για την εξουσία και τους θρόνους. Τότε όλα ισοπεδώνονται. Χάνονται στο δόλο της εξουσίας. Όμως το γένος των ανθρώπων, ποτέ δεν στάθηκε με περίσκεψη μπροστά στην καταστροφή αυτή. Παρασύρεται μανιασμένο στη δίνη των αξιώσεών του. Δεν μένει στο να απολαύσει αυτό που απλόχερα η μάνα Γη προσφέρει για να ζήσουν όλοι. Μα διαλέγει την ιδιοκτησία, αυτό το συνεχές παραπάνω που αποκτιέται με την επιβολή, την αρπαγή, το αίμα. Μονάχα σαν πάψουν οι μάχες, σαν σταματήσουν οι βοές των αλόγων και των αρμάτων, σαν κόψει η κλαγγή των ασπίδων και των σπαθιών το στρίγγλισμα, τότε και μόνο τότε έρχεται το αποτέλεσμα. Το αίμα, ο θάνατος, ο θρήνος, ο χαμός.

Τα δώρα της ΑρμονίαςNơi câu chuyện tồn tại. Hãy khám phá bây giờ