Μέρος Β' / Κεφ. 2.1 Χρησμός, εφιάλτης για το αύριο

48 8 22
                                    

Άργος

Μικρές στάλες ιδρώτα άρχισαν να σχηματίζονται στο μέτωπο του ώριμου άντρα που κοιμόταν στο κρεβάτι του. Πάντα στις ώρες πριν το χάραμα, ο ύπνος είναι βαρύς και τα βλέφαρα δύσκολα ανοίγουν παρά τα όποια ερεθίσματα. Όμως και αυτή τη φορά, στον κοιμώμενο άντρα ήταν βαθιά μέσα στο υποσυνείδητό του. Στη σκέψη του. Στις χαρισματικές μαντικές του ικανότητες για τις οποίες είχε γίνει πια γνωστός σε όλο το Άργος. Πέραν του ότι ήταν κάποτε ο βασιλιάς της πόλης.

Τα τελευταία βράδια ο ύπνος του Αμφιάραου ήταν συνέχεια ταραγμένος. Πολύ τακτικά τον επισκέπτονταν άσχημα οράματα τα οποία τον τάραζαν πάρα πολύ, θα έλεγε κανείς εφιαλτικά. Κάτι τον βασάνιζε. Κάτι που πάλευε με τον γνωστό του διαλογισμό να βρει, να ξεχωρίσει, να διακρίνει. Όμως εκείνο έρχονταν τυλιγμένο στην ομίχλη. Κάτι σαν απειλή. Σαν μια θανάσιμη απειλή που προσπαθούσε να βρει την προέλευσή της. Έρχονταν στα όνειρά του πότε με τη μορφή μιας πόλης. Έβλεπε τον εαυτό του σαν αέρινη σκιά να τρέχει πάνω σε κάποια θεόρατα πέτρινα τείχη. Να τρέχει, να τρέχει, γεμάτος αγωνία. Και εκεί κάτι να ξεπετιέται μπροστά του λες και ήθελε να πάρει τη ζωή του. Άλλες φορές έβλεπε τον ίδιο πάλι μόνο να τρέχει στον κάμπο αυτής της πόλης με το άρμα του ζωσμένος όπλα. Πίσω του πάλι τα μεγάλα τείχη αυτής της άγνωστης πόλης. Και γύρω του αίμα και θάνατος! Η γη παντού ήταν σκεπασμένη με κουφάρια ανθρώπων. Κάποιες μορφές του φαίνονταν γνωστές, κάποιες όχι. Κάποιες από αυτές προσπαθούσαν να πάρουν μορφή. Άλλες έπαιρναν το σχήμα γνωστών του προσώπων εδώ στο Άργος αλλά δεν μπορούσε να προσδιορίσει ποιων. Και εκείνος να τρέχει αλλόφρων με το άρμα του ανάμεσα σε μια κόκκινη από αίμα και θάνατο πεδιάδα. Και πίσω του να τον κυνηγούν άμορφα σχήματα ανθρώπων και τεράτων. Άλλες φορές έβλεπε εδώ στο σπιτικό του να τον επισκέπτεται μια μορφή. Τυλιγμένη στο θάνατο και στην ομίχλη. Δεν μπορούσε και εδώ να διακρίνει. Άντρας ήταν; Γυναίκα ήταν; κάποιο άλλο ον; Και ερχόταν πίσω του απειλητικό, άπλωνε τα χέρια του προς το μέρος του. Δύο χέρια τυλιγμένα στο αίμα.

Πόσες και πόσες φορές είχε πεταχτεί στον ύπνο του λουσμένος στην αγωνία και στον τρόμο ξυπνώντας τη γυναίκα του στο συζυγικό τους κρεβάτι. Είχε πια χάσει το λογαριασμό.

Έτσι κι απόψε ο Αμφιάραος ένιωσε το ίδιο όνειρο να τον τυλίγει. Τον ίδιο εφιάλτη να τον επισκέπτεται ξανά. Μόνο που απόψε ειδικά η επίσκεψη αυτή έπαιρνε τα χαρακτηριστικά σαφούς εικόνας. Μια μαντεία! Ναι, μια μαντεία! Έτσι του φανερώνονταν απόψε. Έβλεπε τον εαυτό του σε κάποιο μεγάλο τραπέζι με πολλούς ανθρώπους. Άρχοντες, αρχηγούς. Εδώ της πόλης του Άργους. Της πόλης του. Κάτι σαν συμβούλιο ναι! Ένα συμβούλιο. Και εκεί ένας άγνωστος άντρας, αυτός ο άντρας με τα χέρια βουτηγμένα στο αίμα, αυτή τη φορά είχε καθαρίσει η μορφή του. Και ξεκινούσαν όλοι μαζί για έναν πόλεμο που ο ίδιος όμως δεν ήθελε. Σερνόταν σε αυτή τη μάχη δεμένος! Χωρίς τη θέλησή του. Προσπαθούσε να δει τι ήταν αυτό που τον τύλιγε. Τον έπνιγε. Ένιωθε σταδιακά να χάνει την ανάσα του. Κάτι μεταλλικό αλλά όμορφο είχε τυλιχτεί γύρω απ' το λαιμό του. Κάτι με παράξενα πετράδια. Μια γυναίκα, ναι. Μια γυναίκα που κρατούσε κάτι. Αλλά δεν μπορούσε να δει μήτε ποια ήταν μήτε τι ήταν αυτό. Και μετά δεμένος πάνω στο άρμα του πολεμούσε αλλά με τι πιθανότητες. Αυτό το βράδυ στο όνειρό του η πόλη πίσω του σ' αυτήν τη ματωμένη πεδιάδα είχε πιο ξεκάθαρα χαρακτηριστικά. Ήταν μια μεγάλη πόλη με πολλούς άρχοντες και με θεόρατα τείχη. Είχε μετρήσει τις πύλες της πόλης. Τις βρήκε επτά! Αυτή η εικόνα χαράχτηκε στο μυαλό του ανεξίτηλη. Ύστερα καθώς έτρεχε να σωθεί με το άρμα του, έβλεπε όλους τους άντρες που ήταν πριν μαζί του σε εκείνο το τραπέζι να είναι στα πόδια του μπροστά νεκροί. Όλοι εκτός από έναν. Έναν που ήταν βασιλιάς! Και τέλος ο ίδιος άρχισε πάλι να τρέχει με το άρμα του. Τα δύο άλογα κόντευαν να σκάσουν απ' την αγωνία ενώ τα δικά του μάτια ήταν γεμάτα τρόμο. Και τότε, ναι τότε, άνοιξε ξάφνου η γης μπροστά του στα δύο! Και ένα πελώριο χάσμα μέσα στο μαύρο σκοτάδι τύλιξε το άρμα του, τα άλογά του αλλά και τον ίδιο. Και ένιωθε να μην μπορεί να ανασαίνει, να πεθαίνει, με το μαύρο σκοτάδι από το σκίσιμο της γης να τον τυλίγει σε μια κάθοδο χωρίς επιστροφή.

Τα δώρα της ΑρμονίαςWhere stories live. Discover now