Κεφ. 3.5 Οι επόμενες μέρες-Μενοικέας

25 6 18
                                    


Ο νεαρός γιος του Κρέοντα δεν εύρισκε τόπο να σταθεί μετά το φριχτό μαντάτο, που άκουσε από τα χείλη του μάντη Τειρεσία. Αναζήτησε την μητέρα του, την Ευρυδίκη στα άλλα δώματα του σπιτιού. Μόλις την είδε έτρεξε προς το μέρος της. Εκείνη παραξενεύτηκε.

"Τι συμβαίνει γιε μου;"

Προσπάθησε να μαζέψει τη συγκίνησή του. Δεν ήταν εύκολο και δεν κατάφερε να το κάνει ως το τέλος.

"Μάνα μου!" κατάφερε να πει και να πέσει στην αγκαλιά της.

"Μενοικέα αγόρι μου τι έχεις;"

Εκείνος μαζεύτηκε κάπως επιστρατεύοντας όλην την ικμάδα του θάρρους του.

"Πρέπει να φύγω για λίγο απ' τη Θήβα..."

Εκείνη θορυβήθηκε.

"Να φύγεις; Να πας πού; Πώς θα φύγεις; Είμαστε πολιορκημένοι από παντού"

"Θα σου εξηγήσει ο πατέρας περισσότερα. Έχει εκείνος τρόπο να με βγάλει απ' την πόλη..."

"Και θα πας πού; Τρελαθήκατε όλοι σας;"

"Στην Δωδώνη στους συγγενείς μας εκεί..."

"Μα γιατί; Τι έγινε ξαφνικά;"

"Μην ανησυχείς! Είναι για καλό μου! Για μένα είναι! Κάτι έχει γίνει και πρέπει να φύγω μέχρι να περάσει όλο τούτο που μας βρήκε..."

"Ω Θεοί! Τι κακό μάς λαχταράει;"

Ο Μενοικέας είχε πια συνέλθει. Βγήκε απ' την αγκαλιά της μάνας του και της είπε:

"Όλα θα πάνε καλά! Να είσαι σίγουρη ότι το σπιτικό, η γη, η πόλη μας θα βρει τη γαλήνη και τη σωτηρία που λαχταρά και αξίζει! Και εσύ... και εσύ θα έχεις πάλι και τα δύο σου αγόρια στην αγκαλιά σου να τα χαίρεσαι. Και τον Αίμονα που είναι αρραβωνιασμένος και μένα το στερνοπαίδι σου"

"Παιδί μου... πρόσεχε σε παρακαλώ! Με τρέλανε η αλλόκοτη τούτη είδηση, πες μου κάποια πράγματα παραπάνω, μη μ' αφήνεις στα σκοτάδια"

"Πρέπει να προλάβουμε μάνα. Οι Δαναοί προς το παρόν έχουν χαλαρώσει την πολιορκία και μαζεύουν τους νεκρούς τους. Δεν έχω χρόνο. Αν αργήσω θα είναι αργά. Θέλεις να πέσω στα χέρια τους;

«Παιδί μου, τι λόγια ξεστομίζεις; Φύγε τότε, θα μιλήσω του πατέρα σου, να προσέχεις όμως, πότε θα γυρίσεις;»

Τα δώρα της ΑρμονίαςNơi câu chuyện tồn tại. Hãy khám phá bây giờ