Κεφ. 4.4 Η επιστροφή στην Αθήνα

23 4 7
                                    

4.4.1 Η αγωνία της προσμονής

Ο χρόνος που περνούσε αποτελούσε για τις Ικέτιδες από το Άργος ένα πραγματικό μαρτύριο. Είχαν δεχθεί την φιλοξενία και το άσυλο των Αθηναίων κοντά στο ιερό της Θεάς Δήμητρας στην Ελευσίνα. Εκεί, ο Άδραστος, ο Ίφις και οι μανάδες με τις γυναίκες δεν είχαν παρά να περιμένουν. Η Αίθρα φρόντισε για να κάνει την παραμονή τους όσο το δυνατόν πιο ανώδυνη. Έτσι κι αλλιώς ο λόγος της παρουσίας τους ήταν, από μόνος του, επώδυνος και βαρύς.

Η Ευάδνη δεν μπορούσε να ησυχάσει με τίποτα. Άραγε θα είχε την ευκαιρία να δώσει τον ύστατο χαιρετισμό στον καλό της; Ή τα θηρία και τα όρνια του Θηβαϊκού κάμπου θα είχαν προλάβει το μακάβριο έργο τους. Μαζί της και οι άλλες μανάδες και γυναίκες. Του Ετέοκλου, του Ιππομέδοντα και του Παρθενοπαίου.

Ο Άδραστος παρακολουθούσε και αυτός βουβός το δράμα και την αγωνία των ανθρώπων αυτών. Στο μυαλό του έρχονταν οι στιγμές, που έφευγε με όλο το στρατό από το Άργος. Τότε που, στο πέρασμά τους, σείονταν η γη και η σκόνη από την περπατησιά τους, ανέβαινε ψηλά στον ουρανό. Αυτές τις στιγμές ήρθαν άπειρες φορές στο νου του τα λόγια του άντρα της αδελφής του, της Εριφύλης. Του μάντη Αμφιάραου η τρομερή πρόβλεψη: "Η εκστρατεία αυτή θα είναι η καταστροφή μας! Κανείς δεν θα γυρίσει ζωντανός παρά μονάχα ένας!". Και αποδείχτηκε περίτρανα και αυτή του η μαντεία. Αυτός ο ένας, ο ζωντανός, ήταν εκείνος! Εκείνος όμως ήταν θεατής του ολέθρου αλλά και των στιγμών αυτών. Και δεν ήξερε αν αυτή του η σωτηρία ήταν δώρο ή κατάρα των Θεών.

Ο Ίφις είχε συνεχώς τα μάτια του στην κόρη του. Η αγωνία για την ψυχολογία της δεν έλεγε να φύγει από μέσα του. Σαν να τον πλάκωνε συνεχώς. Και αυτή η νύχτα δεν έλεγε να ξημερώσει. Λες και ο ήλιος κρατούσε το άρμα του κρυμμένο και δεν έλεγε να ξεχυθεί με τη λάμψη του στη φύση. Το σκούρο του ουρανού είχε πια αρχίσει να σπάει κατά την ανατολή. Προς τη μεριά της Πεντέλης, ο ουρανός άρχισε να χάνει το γκρίζο του.

"Έρχονται καβαλάρηδες από το βουνό!"

Η κραυγή ενός Αθηναίου στρατιώτη που έστεκε εκεί κοντά τους έσπασε τη παγερή σιωπή. Όλοι, με μιας, σάλεψαν από τη θέση τους. Σηκώθηκαν και ζύγωσαν κοντά του γυρεύοντας μια εξήγηση.

"Να κοιτάξτε πέρα στο δρόμο λίγο ψηλά!" έδειξε την κατεύθυνση ο στρατιώτης. Ο Άδραστος με το έμπειρο βλέμμα του κατάλαβε.

"Καβαλάρηδες! Κατεβαίνουν από το βουνό. Έρχονται κατά εδώ!" φώναξε με την καρδιά του να σπάει από την προσμονή. Σούσουρο μεγάλο ακούστηκε δίπλα του καθώς οι ικέτιδες έσμιξαν όλες έναν κύκλο ολόγυρά του.

Τα δώρα της ΑρμονίαςNơi câu chuyện tồn tại. Hãy khám phá bây giờ