Κεφάλαιο 6

2.9K 82 0
                                    

''Ακόμα δεν μου έχεις πει για τι θέλεις τη βοήθεια μου'' είπε ο Έρικ. ''Και δεν μπορώ να καταλάβω γιατί μια μάγισσα θέλει να πάει σε μια πόλη όπου δεν μπορούν να γίνουν μάγια''

''Επειδή εκεί δεν θα μπορούν να χρησιμοποιήσουν ξόρκι εντοπισμού για να με βρουν''΄

''Από ποιον κρύβεσαι;''

''Από τον πατέρα μου''

Αυτό τράβηξε την προσοχή του. ''Γιατί;''

Η Χόουπ απέστρεψε το βλέμμα της και κάρφωσε τα μάτια της έξω από το παράθυρο. ''Έκανε κάτι κακό''

''Σε εσένα;''

''Όχι, στη μητέρα μου, και μέχρι να το διορθώσω δεν πρέπει να με βρει''

Τέλεια, σκέφτηκε το αγόρι. Το κακό υβρίδιο είχε κάνει κάτι κακό και τώρα έψαχνε την κόρη του που ήταν μαζί του. Τι στο διάολο σκεφτόταν- εντάξη, ήξερε τι σκεφτόταν αλλά η ερώτηση ήταν ρητορική- ήταν ήδη τρελό να το σκάσεις με την κόρη κάποιου, πόσο μάλλον αυτού του κάποιου. ''Και τι ακριβώς έκανε;'' ρώτησε ξεροκαταπίνοντας. Ξαφνικά ένιωθε πολύ ανήσυχος, και σίγουρος πως αν τους έβρισκε ο Νικλάους Μάικλσον θα μάθαινε από πρώτο χέρι τι ήταν αυτό το ''κακό''.

''Έριξε μια κατάρα στην μητέρα μου και την αγέλη της ώστε να είναι παγιδευμένοι στο σώμα του λύκου όλο τον μήνα και να μπορούν να παίρνουν ανθρώπινη μορφή μόνο στην πανσέληνο''

Τέλεια, απλά τέλεια.

Ίσως πράγματι έπρεπε να τη παρατήσει. Δεν χρειαζόταν δαχτυλίδι νύχτας, μπορούσε να επιζήσει και χωρίς αυτό. Σίγουρα δεν άξιζε όσο η ζωή του. Στο μυαλό του ήρθε η ανάμνηση της Χόουπ να μιλάει για την μητέρα της, ο πόνος που είχε ακούσει στην φωνή της και κατά βάθος ήξερε πως δεν θα άντεχε να δει την προδοσία στα μάτια της. Μα τι είχε πάθει; Ίσα που την ήξερε ένα είκοσι-τετράωρο. Δεν του ήταν τίποτα.

''Πεινάω'' είπε η Χόουπ βγάζοντας τον από τις σκέψεις του. Μονάχα τότε συνειδητοποίησε κι εκείνος πόσο πεινασμένος ήταν, επακόλουθο της μεταμόρφωσης.

''Εντάξη. Τι θες να φας;''

Η Χόουπ απλά σήκωσε τους λεπτούς της ώμους με απορία.

''Άσ' το'' ξεφύσηξε το αγόρι. ''Θα διαλέξω εγώ''

Μια ώρα και κάτι μετά καθόντουσαν σε ένα μικρό εστιατόριο από αυτά που υπήρχαν διάσπαρτα στην άκρη της λεωφόρου. Τα τραπεζομάντιλα στα τραπέζια ήταν φθαρμένα και η λευκή μπογιά στους τοίχους είχε ξεφλουδίσει σε αρκετά σημεία, αλλά τουλάχιστον ήταν καθαρό. Ο Έρικ είχε ήδη φάει ένα χάμπουργκερ με μια ανάσα και βρισκόταν στο δεύτερο- είχε τη συνδυασμένη όρεξη ενός έφηβου αγοριού και ενός λυκάνθρωπου- ενώ η Χόουπ δίπλα του έκοβε με το πιρούνι της τα αυγά που είχε στο πιάτο μπροστά της σε μικροσκοπικά κομματάκια.

The OriginalsWhere stories live. Discover now