Ποτέ δεν είχα σκοπό να σε αφήσω να με γνωρίσεις. Ποτέ δεν είχα σκοπό να σε ερωτευτώ. Αλλά τότε, δεν θα έπρεπε να σε είχα φιλήσει. Όχι την πρώτη φορά. Σίγουρα όχι την δεύτερη. Υπάρχει ένα φως μέσα σου, τόσο δυνατό που με κάνει να θέλω να είμαι ο άντρας που ευχόμουν να ήμουν.... να ξεχάσω το τέρας που είμαι. Είμαι καταραμένος σε συγκεκριμένες πείνες, και καταδίκασα κι έναν άλλο σε αυτή τη μοίρα. Έχεις δει τι κάνουμε. Κυνηγάμε. Τρεφόμαστε. Σκοτώνουμε. Το τι είμαι, δεν μπορώ να το απαντήσω. Η οικογένεια μου είναι η πρώτη, δεν υπάρχει όνομα για αυτό. Αλλά επίσης, έχω επιθυμίες. Βαθιές. Και μπορώ να αγαπήσω. Όπως αγαπώ εσένα.
''Ήταν το πιο όμορφο γράμμα που έλαβα ποτέ'' έλεγε η Ορόρα στην νεαρή υπάλληλο του μικρού μαγαζιού με τα βότανα που είχε ψυχαναγκάσει να καθίσει ήσυχη. Δεν της άρεσε να την διακόπτουν όταν έλεγε μια ιστορία.
Πήρε ένα ματσάκι λεβάντα από ένα ράφι και το κράτησε κοντά στο πρόσωπο της αφήνοντας το άρωμα του να την τυλίξει. Θυμήθηκε την πρώτη εξόρμηση που είχε ε τους Μάικλσον, λίγο πιο έξω από το κάστρο. Εκείνη και η Ρεμπέκα είχαν πάει και είχαν ζητήσει την άδεια του Κόμη πριν προλάβει να το μάθει ο Τρίσταν και την εμποδίσει. Μην μπορώντας να πάει ενάντια στις επιθυμίες του πατέρα τους, ο Τρίσταν είχε προφασιστεί κάποια δικαιολογία και δεν είχε πάει μαζί τους. Ο Κλάους καθόταν δίπλα σε μια κουβέρτα όπου είχαν στρώσει καλάθια με φρούτα και τυριά, ψωμί και κρασί. Ο Φιν και ο Ελάιζα έπαιζαν ένα παιχνίδι λίγο πιο πέρα ενώ η Ορόρα και η Ρεμπέκα καθόντουσαν σε έναν πεσμένο κορμό δέντρου. Μπορούσε να νιώσει το βλέμμα του νεαρού άρχοντα πάνω της καθώς την παρατηρούσε να πλέκει τα μαλλιά της αδελφής του. Γύρισε για να τον κοιτάξει και οι ματιές τους διασταυρώθηκαν. Τότε κατάλαβε πως ήταν ερωτευμένος μαζί της. Του χαμογέλασε και ο Κλάους απέστρεψε ντροπαλά τα βλέμμα του αλλά εκείνη είχε προλάβει να δει το χαμόγελο στο πρόσωπο του. Κι όταν αργότερα απομακρύνθηκαν από τους υπόλοιπους μένοντας μόνοι και την φίλησε για πρώτη φορά, τότε ήξερε πως κι εκείνη ήταν ερωτευμένη. Κάθε φιλί μετά από αυτό, κάθε βράδυ που είχε έρθει κρυφά στο δωμάτιο της, ήταν μια ανάμνηση που κρατούσε φυλαγμένη μέσα της σαν θησαυρό.
Όμως δεν ήταν όλες οι μνήμες χαρούμενες. Θυμήθηκε το βράδυ που είχε ξεγλιστρήσει από το δωμάτιο της και τον είχε αναζητήσει. Θυμήθηκε την φρίκη που είχε νιώσει όταν τον βρήκε στο παρεκκλήσι με τον Λούσιεν και την Ρεμπέκα, καλυμμένους με αίμα, να στέκονται πάνω από τα πτώματα των υπηρετών. Είχε φύγει τρέχοντας χωρίς να ξέρει προς τα που πήγαινε. Κάποια στιγμή συνειδητοποίησε πως είχε βγει από το κάστρο και είχε φτάσει στο μικρό λιβάδι με την λεβάντα που πάντα της άρεσε. Είχε πέσει στο έδαφος ανάμεσα στα μοβ άνθη και έκλαψε, επειδή ο άντρας που είχε αγαπήσει ήταν ένα τέρας. Ώρες αργότερα, όταν ο ήλιος είχε ξημερώσει, ένα ξαφνικό αεράκι της έφερε το γράμμα. Κοίταξε τριγύρω αλλά δεν είδε κανέναν. Όταν το διάβασε νέα δάκρυα ξεχείλισαν από τα μάτια της αλλά ήταν χαρούμενα δάκρυα επειδή είχε κάνει λάθος. Ο Κλάους δεν ήταν τέρας. Τα τέρατα δεν μπορούσαν να γράψουν τόσο όμορφα λόγια.
YOU ARE READING
The Originals
FanfictionΗ Φρέγια κάνει ένα ξόρκι στην Χόουπ ώστε να μεγαλώσει για να μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό την απέναντι στην Ντάλια, το νεαρό υβρίδιο όμως έχει άλλα σχέδια. Ο Έρικ πίστευε ότι το μεγαλύτερο του πρόβλημα ήταν η επερχόμενη πανσέληνος. Όταν όμως εμφ...