A Ghost Along the Mississippi: Part 3

541 67 7
                                    


Κάθε φορά που η Ορόρα ξυπνούσε, ο βρικόλακας των Στριξ που καθόταν δίπλα της στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου της κάρφωνε την ένεση με το σκεύασμα που την έριχνε ξανά σε μια περίεργη κατάσταση μεταξύ ύπνου και διαύγειας. Δεν κοιμόταν, είχε μια κάποια αντίληψη του περιβάλλοντος γύρω της, αλλά ούτε και ήταν ακριβώς ξύπνια. Έγειρε το κεφάλι της πάνω στο παράθυρο, με τις κόκκινες μπούκλες της να πέφτουν ακατάστατα γύρω από το πρόσωπο της, και άφησε την κίνηση του οχήματος να την νανουρίσει. 

Ο αδελφός της είχε διατάξει δυο από τους άντρες του να την συνοδεύσουν σε μια ασφαλή τοποθεσία, αν και κανείς δεν είχε την ευγένεια να της πει που την πήγαιναν. Που θα κατέληγε πάλι; Σε κάποιο μοναστήρι στην άλλη άκρη του κόσμου; Σε ένα απομονωμένο νησί με λευκές παραλίες και κρυστάλλινα νερά; Σε κάποιο ψυχιατρικό άσυλο; Όλα ήταν πιθανά με τον Τρίσταν. Δεν την ήθελε στη Νέα Ορλεάνη όταν θα σφράγιζαν τους Μάικλσον με το Σερατούρα, κάτι που ήταν άδικο επειδή ήθελε πολύ να το δει αυτό.

Το όχημα είχε σχεδόν φτάσει τα όρια της πόλης, όταν μια ψηλή αντρική φιγούρα βγήκε μέσα από τα δέντρα στην άκρη του οδοστρώματος και στάθηκε στη μέση της ασφάλτου.

''Πάτησε τον'' είπε ο βρικόλακας που καθόταν δίπλα της στον οδηγό.

Ο Βίνσεντ είδε το όχημα να επιταχύνει και να έρχεται κατά πάνω του, αλλά δεν κουνήθηκε από την θέση του. Άνοιξε τα χέρια του.

''Sispan la agrese''

Έστριψε τους καρπούς του και το όχημα εκτινάχτηκε στον αέρα. Στριφογύρισε αρκετές φορές πάνω στην άσφαλτο σκορπώντας μια βροχή από σπασμένα γυαλιά και λαμαρίνες πάνω στον δρόμο. Κατά τη διάρκεια της τρελής πορείας του η Ορόρα ένιωσε σαν να την είχαν βάλει μέσα σε ένα τεράστιο πλυντήριο ρούχων. Ήταν λες και το σώμα της έχασε το βάρος του, και χτύπησε ελεύθερο πάνω στην οροφή, το παρμπρίζ, τα καθίσματα, και όλα πάλι από την αρχή. Κατά κάποιο περίεργο τρόπο είχε πλάκα.

Το αυτοκίνητο σταμάτησε γυρισμένο στην αριστερή πλευρά του, λίγα μέτρα μπροστά από τα πόδια του Βίνσεντ. Το κάποτε ακριβό όχημα τώρα είχε μετατραπεί σε μια μπάλα από τσαλακωμένο μέταλλο και γκρίζος καπνός έβγαινε από τη μηχανή.

Μια πόρτα άνοιξε με έναν στριγγιό ήχο και οι δυο βρικόλακες πήδηξαν έξω, κοιτώντας μπερδεμένοι τριγύρω. Το βλέμμα τους εστίασε πάνω στον μάγο και πλησίασαν απειλητικά προς το μέρος του, σπρώχνοντας τα σπασμένα κόκαλα τους στη θέση τους για να γιατρευτούν σωστά.

The OriginalsWhere stories live. Discover now