Κεφάλαιο 4

45 7 6
                                    

Ένα σημάδι ελπίδας

Το πρωί ξύπνησα στο κρεβάτι μου από τις αχτίδες του ηλίου. Μα πως βρέθηκα εκεί. Το τελευταίο που θυμάμαι είναι που έγραφα σε κάτι χαρτιά τρόπους διαφυγής και ότι αποκοιμήθηκα. Αλλά ποιος με μετέφερε στο κρεβάτι μήπως η μητέρα μου; Κι αν είδε τι έγραφα σε αυτά τα χαρτιά . Αλλά μπα δεν νομίζω ήταν νύχτα οπότε δεν υπάρχει περίπτωση να τα διάβασε. Από τις σκέψεις μου με έβγαλε η φωνή της μητέρας μου. Έβαλα το χιλιοφορεμένο μου φόρεμα και κατέβηκα τη σκάλα αργά και διστακτικά για να δω τη ήθελε.
-Καλημέρα Ρεμπέκκα μου. Μου είπε και με φίλησε τρυφερά. Είχε καιρό θα με φιλήσει ήταν λες και ήμασταν δύο ξένες αλλά τι την έπιασε τώρα ; Άβυσσος η ψυχή της μάνας.
-Καλημέρα μαμά.της απάντησα και ανταπέδωσα το φιλί. Τι με ήθελες;
-Τίποτα το σημαντικό άπλα ήθελα να πας λίγο φαγητό στον πατέρα σου και τον Ντέϊμον.
Τίποτα το σημαντικό λέει ,που θα έβλεπα τον Ντέϊμον μου. Αλλά πως ήμουνα έτσι έπρεπε να πάω να αλλάξω.
-Μισό λεπτό μαμά να πάω να αλλάξω.
-Δεν χρειάζεται. μου απαντάει όλο βιασύνη και μου δίνει το πιάτο.
-Μα μαμά ...
-Πήγαινε.με διέκοψε με τόσο αγένεια.
Τι να κάνω αναγκάστηκα να πάω με αυτά τα ρούχα.Βγήκα από το σπίτι όσο πιο γρήγορα μπορούσα και κατευθύνθηκα κατευθείαν προς τον πατέρα μου .
-Καλημέρα πατέρα σου έφερα φαγητό.
-Ευχαριστώ Ρεμπέκκα μου όμως μπορείς να το πας πρώτα στον Ντέϊμον γιατί εγώ έχω λίγη δουλειά τώρα.
-Ναι φυσικά. Του απάντησα και καλά βαριεστημένα για να μη φανεί ο ενθουσιασμός μου και με καταλάβει.
Λίγο πιο πέρα στεκόταν ο Ντέϊμον ήταν τόσο όμορφος έτσι όπως λουζόταναι στο φως του ήλιου. Ευτυχώς δεν μας έπιανε το οπτικό πεδίο του πατέρα μου και έτσι πλησίασα τον Ντέϊμον. Αχ δεν άντεχα όταν τον κοιτούσα στα μάτια χανόμουνα. Τελικά κατάφερα και έβγαλα τις πρώτες μου λέξεις.
-Καλημέρα Ντέϊμον σου έφερα λίγο φαγητό.
-Καλημέρα Ρεμπέκκα.Ευχαριστώ πολύ.
Μόλις τελείωσε τη φράση του έσκυψε έκοψε ένα κατακόκκινο τριαντάφυλλο και μου το προσέφερε.
-Αυτό είναι για σένα, μου είπε , είναι το ίδιο όμορφο με εσένα.
-Σε ευχαριστώ πολύ.Του απάντησα όλο χαρά.
Στη συνέχεια έσκυψε λίγο και με φίλησε στο μάγουλο.
Τώρα τι ήταν αυτό ; Δεν το περίμενα με τίποτα. Και αν μας έβλεπε κανένας τι θα του έλεγα;;;
-Α-αντίο. Πρέπει να πηγαίνω τώρα θα με περιμένουν .
-Αντίο τα ξαναλέμε.
Έφυγα σχεδόν τρέχοντας και πήγα κατευθείαν και κλείστηκα στο δωμάτιο μου.Κάθισα στο κρεβάτι μου κοιτώντας το ταβάνι και σκεφτόμουν τι είχε συμβεί πριν λίγο. Τι στο καλό ήταν αυτό ; Πως το έκανε αυτό αφού ξέρει πως αν τον δει ο οποιοσδήποτε θα τον παρεξηγήσει και θα πάει να τα πει όλα στον πατέρα μου .Και ούτε που θέλω να φανταστώ τι θα συνέβεναι μετά. Πρέπει να μιλήσω στην Καρολάιν αμέσως αλλά τώρα πρέπει να κατέβω κάτω είναι η ώρα του μεσημεριανού.
........................................................................
Αφού τελείωσα το μεσημεριανό ανέβηκα πάλι στο δωμάτιο μου και μετρούσα τις ώρες για να μιλήσω στην Καρολάιν.
Όταν τελικά έφτασε η ώρα έτρεξα στο διπλανό σπίτι και την φώναξα.
-Τι είναι Ρεμπέκκα τι θέλεις βραδιάτικα εδώ.
- Πρέπει να σου μιλήσω οπωσδήποτε.
-Και δεν μπορούσες να έρθεις λίγο νωρίτερα;
-Όχι είχα δουλειά στον αργαλειό.
-Τέλος πάντων πες μου.
-Μισό λεπτό πάμε λίγο πιο πέρα.
Κοίταξα γύρω γύρω και πήγαμε κοντά στο σπίτι του Ντέϊμον που ήταν λίγο πιο πέρα.
-Άντε πες μου.
-Λοιπόν Καρολάιν έχω ερωτευτεί τρελλά τον Ντέϊμον.
-Τι;Τον Ποιο;Είσαι στα καλά σου άμα το μάθει ο πατέρας σου θα σε κρεμάσει.
-Και δεν σου είπα και το άλλο. Με προξενεύουν και με έναν.
-Τι; Αυτά γιατί τα μαθαίνω με τόση καθυστέρηση;
-Γιατί έπρεπε να τα συνειδητοποιήσω πρώτα εγώ. Και ξέρεις και τι άλλο σήμερα ο Ντέϊμον με φίλησε και μου έδωσε και ένα πανέμορφο τριαντάφυλλο.
-Καλό αυτό.
-Πολυ καλό αλλά άμα το μάθει ο πατέρας μου θα με σκοτώσει γι'αυτό πιστεύω πως πρέπει να τον βάλουμε και αυτόν στο σχέδιο.
-Είσαι καλά;Θα βάλουμε έναν άγνωστο στο σχέδιο μας ;Και άμα μας μαρτυρήσει ;
-Δεν θα μας μαρτυρήσει δεν είναι τέτοιος ανθρωπος.Και εξάλλου τον αγαπάω.
Δεν πρόλαβα καλά καλά να τελειώσω τη φράση μου και ένας ήχος ακούστηκε από το σπίτι του Ντέϊμον.
-Τι ήταν αυτό αναρωτήθηκε η Καρολάιν
-Λες να μας άκουσε ο Ντέϊμον;
-Μπα δεν νομίζω καμία γάτα θα ήταν . Με καθησύχασε η Καρολάιν
-Το ελπίζω. Πάμε όμως τώρα. Είναι αργά.
Μόλις έφτασα στο σπίτι όλοι κοιμόντουσαν μάλλον δεν θα κατάλαβαν καν ότι έλειπα.
Έτρεξα στο δωμάτιο μου στις μύτες των ποδιών μου για να μην τους ξυπνήσω και ξάπλωσα στο κρεβάτι μου όπου με περίμενε μια έκπληξη. Ήταν ένα κατακόκκινο τριαντάφυλλο μαζί με ένα σημείωμα το οποίο έγραφε: Συνάντησε με αύριο στις 00.00 στο δεντρόσπιτο κοντά στο σπίτι σου.

Αυτό ήταν και το τέταρτο κεφάλαιο.Ποιος να είναι άραγε ο θαυμαστής της Ρεμπέκκας που της στέλνει και τα κόκκινα τριαντάφυλλα;

Μυστική Πόλη Where stories live. Discover now