Κεφάλαιο 15

26 6 4
                                    

Φοβισμένες καρδιές
Μετά από δέκα λεπτά άρχισα να ανεβαίνω τις σκάλες και πήγα στο δωμάτιο του Ντέιμον. Μόλις άνοιξα την πόρτα μου έκανε νόημα να πάω να κάτσω δίπλα του.  Αυτός ήταν καθισμένος στο κρεβάτι του. Εγώ σαν υπάκουο κορίτσι πήγα. Και κάθισα δίπλα του και αυτός με πήρε αγκαλιά. Έμεινα στην αγκαλιά του για κάμποση ώρα ώσπου αυτός αποφάσισε να σπάσει την σιωπή.
-Ξέρεις Ρεμπέκκα μπορεί να μην βρήκα δουλειά σήμερα αλλά αποφάσισα να δουλέψω εδώ στα χωράφια. Ούτως ή άλλως είναι εγκαταλελειμμένη αυτή η πόλη οπότε είναι όλη δικιά μας. Και επίσης κάτι έμαθα γι'αυτή την πόλη. Είναι ο λόγος για τον οποίο δεν έχει κατοίκους.
-Ποιος είναι ο λόγος;
-Θα τον μάθεις αύριο στο τραπέζι με τους άλλους.
-Εντάξει ξέρεις όμως έχω και γω να σου πω κάτι που με βασανίζει εδώ και λίγες μέρες και νομίζω πως πρέπει να το μοιραστώ μαζί σου.
-Ναι πες μου.
-Να την παραμονή του γάμου μου πριν σε συναντήσω έμαθα μια μεγάλη αλήθεια που μου άλλαξε την ζωή. Έμαθα ότι είμαι υιοθετημένη. Οι γονείς μου το είχαν σκάσει και όταν τους έπιασαν το πλήρωσαν με αίμα.
Εκείνη την ώρα δάκρυα άρχισαν να κατακλύζουν τα μάτια μου. Δεν μπορούσα να τα ελέγξω. Και μετά ένιωσα το χέρι του Ντέιμον στο πρόσωπο μου να τα σκουπίζει. Μετά άρχισε να με χαϊδεύει και να με φιλάει.Τα χείλη του καλύπτουν τα δικά μου και ένα βαθύ και κτητικό φιλί γεννιέται... Η γλώσσα του πάλλεται με την δική μου για το ποια από τις δύο θα υπερισχύσει. Τα δάχτυλα μου μπλέκονται στα μαλλιά του,τα τραβάω ελαφρά και τον αισθάνομαι να χαμογελάει με την κίνηση μου...οι παλάμες του πιάνουν με δύναμη τους γοφούς μου κολλώντας με πάνω του. Μετά από λίγο έχουμε βρεθεί και οι δύο γυμνοί ο ένας πάνω στον άλλο. Αρχίζει και με φιλάει παντού από το στήθος μέχρι την κοιλιά και πάλι πάνω. Αυτή τη φορά αναλαμβάνω εγώ. Κάνω τα πάντα για να του μείνει αυτή η νύχτα αξέχαστη. Τον φιλάω παντού παθιασμένα. Ψάχνω τα χείλη του και δαγκώνω το κάτω χείλος του. Σειρά του, με γυρνάει. Τώρα είμαι πάλι από κάτω. Αρχίζει και με φιλάει στο λαιμό. Ανατριχιάζω. Και φωνάζω το όνομά του με όλη μου την δύναμη.
-Ντέιμον,Ντέιμον
Μου κλείνει το στόμα με ένα φιλί, μου δαγκώνει την γλώσσα. Παίζει μαζί της. Όπως παίζει μια γάτα με το κουβάρι της. Σφραγίζω τα μάτια και αυτός συνεχίζει να παίζει με το κορμί μου. Αυτή τη φορά που άγρια, πιο παθιασμένα. Παραδίνομαι. Δεν κάνω τίποτα πια. Μόνο ανασαίνω βαριά δείχνοντας του ότι το απολαμβάνω και δεν θέλω να σταματήσει ποτέ. Είναι τόσο ωραία θα μπορούσα να μείνω έτσι για πάντα. Που και που μου φεύγουν και κάποιες λέξεις. Τις οποίες τις αγνοεί και συνεχίζει την δουλειά του ακάθεκτος. Είναι τόσο καλός σε αυτό που κάνει. Είναι σαν να του είναι έμφυτο. Του δίνω ένα φιλί και τον αφήνω να συνεχίσει.
........................................................................
Οι ακτίνες του ηλίου με τυφλωναν. Κοίταξα γύρω μου. Ήμουν κουλουριασμένη στην αγκαλιά του Ντέιμον. Εκείνη την ώρα μου ήρθαν στο μυαλό όλα όσα κάναμε το προηγούμενο βράδυ. Τυλίχτηκα με το σεντόνι και πήγα να σηκωθώ. Όμως άκουσα μια φωνή.
-Μείνε . Μου ψιθύρισε ο Ντέιμον
Γύρισα στην θέση μου και άρχισε και πάλι να με φυλάει στον λαιμό. Έπρεπε να αντισταθώ όμως. Δεν μπορούσαμε να το κάνουμε αυτό όλη μέρα. Αν και το ήθελα πολύ. Τον έσπρωξα και σηκώθηκα.
-Γιατί φεύγεις;
-Δεν μπορούμε να μείνουμε εδώ όλη μέρα.
-Αυτό δεν θέλεις;
-Δεν έχει σημασία τι θέλω, σημασία έχει τι πρέπει.
Ντύθηκα γρήγορα και κατευθύνθηκα προς την πόρτα. Εκείνος ήρθε την έκλεισε και με κόλλησε πάνω της. Ακούμπησε τους γοφούς μου και με σήκωσε πάνω στο σώμα του. Άρχισε να με φυλάει. Με πάθος. Μου έσκισε τα ρούχα και με μετέφερε στο κρεβάτι. Με ξάπλωσε και ήρθε από πάνω μου. Έπρεπε να αντισταθώ αλλά δεν μπορούσα. Με σαγηνεύε τόσο πολύ. Παραδόθηκα για άλλη μια φορά. Αυτή τη φορά έπαιξε με το στήθος μου. Φιλούσε κάθε σπιθαμή του. Μετά με γύρισε. Βρέθηκα από πάνω του. Άρχισα να τον φιλάω στο λαιμό και στο στέρνο του. Βρήκα τον εαυτό μου ακόμα και να τον δαγκώνει. Άφηνα τα σημάδια μου σε όλο του το κορμί. Και από ότι κατάλαβα δεν τον πείραζε καθόλου. Τώρα ήταν πάλι η σειρά του να ρθει από πάνω έβαλα τα πόδια που γύρω από την πλάτη του και τον χάιδευα παιχνιδιάρικα. Άρχισα να του γρατσουνάω την πλάτη με τα νύχια των χεριών μου. Αυτός το απολάμβανε. Μετά από λίγο ακούσαμε την πόρτα να χτυπάει. Ήταν η Αλέξα.
-Ναι.είπε ο Ντέιμον
-Έλα να πάρουμε πρωινό. Και μήπως είδες την Ρεμπέκκα;
-Όχι δεν την είδα. Κάπου θα πετάχτηκε.
-Εντάξει κατέβα τώρα.
-Μισό λεπτό.
Ο Ντέιμον με φίλησε μια τελευταία φορά και σηκώθηκε. Έβαλε τα ρούχα του και με τύλιξε με ένα σεντόνι. Βγήκε στο διάδρομο και κοίταξε αν ήταν κανείς. Ευτυχώς δεν ήταν και μπόρεσα να πάω στο δωμάτιο μου να ντυθώ γιατί τα ρούχα που φορούσα τα είχε σκίσει με μανία ο Ντέιμον. Αφού ντύθηκα κατέβηκα στην τραπεζαρία. Ήταν όλοι εκεί πήγα και κάθισα δίπλα στον Ντέιμον γιατί ήταν η μόνη άδεια θέση. Με το που κάθισα ένιωσα ένα χέρι να ανεβάζει την φούστα μου και να χαϊδεύει το μπούτι μου. Μετά εγώ έβαλα το πόδι μου γύρω από το δικό του και το χάιδευα με τον δικό μου τρόπο ώσπου τον λόγο πήρε ο Ντέιμον.
-Λοιπόν παιδιά έχω κάτι να σας πω.

Αυτό ήταν το 15ο Κεφάλαιο πείτε μου τις εντυπώσεις σας.

Μυστική Πόλη Where stories live. Discover now