Κεφάλαιο 13

34 7 5
                                    

Φύγαμε και όπου μας βγάλει...

Μόλις μπήκα στην άμαξα κάθισα δίπλα στον Ντέιμον. Και τότε ξεκινήσαμε το ταξίδι μας. Ο Μάξιμος οδηγούσε την άμαξα η Καρολάιν καθόταν δίπλα του και ο Άλεξ με την Αλέξα δίπλα δίπλα. Κάτι μου λέει ότι εδώ γεννιέται ένας έρωτας μεγάλος. Έτσι όπως καθόμουνα ένιωσα ένα χέρι να με αγγίζει. Με το άγγιγμα του Ντέιμον ένιωσα τόσο ήρεμη και ασφαλής λες και ήταν όλος μου ο κόσμος αυτός και δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα μέσα στο κεφάλι μου. Όμως τραβήχτηκα γιατί δεν ήθελα να παρασυρθω μπροστά στους άλλους. Μετά από αυτό πήρα τον λόγο.
-Που θα πάμε; ρώτησα
-Στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα.με κορόιδεψε ο Ντέιμον
-Ναι όντως χωρίς πλάκα που θα πάμε. Να πάμε κάπου που δεν θα υπάρχει κανείς ή να πάμε σε μια πόλη που θα έχει κόσμο έτσι ώστε να μην τραβήξουμε την προσοχή;Ρώτησε η Καρολάιν
-Υπάρχει μια πόλη που είναι μισή ώρα έξω από το Λονδίνο και δεν κατοικείται. Πιστεύω πως πρέπει να πάμε εκεί και από την στιγμή που είναι κοντά με το Λονδίνο δεν θα μας λείψει τίποτα. πρότεινε ο Μάξιμος
-Εγώ συμφωνώ.είπε η Καρολάιν
-Και εμείς.είπε ο Άλεξ και η Αλέξα
Τι να κάναμε αφού ήθελαν οι περισσότεροι συμφωνήσαμε και εμείς.
Στον δρόμο κανένας δεν μιλούσε περιμέναμε όλοι να μείνουμε μόνοι με τον αγαπημένο μας.
Μετά από λίγη ώρα φτάσαμε στο Λονδίνο και κάναμε μια στάση για να πάρουμε τρόφιμα. Κατέβηκαν μόνο οι άνδρες όμως και εμείς περιμέναμε στην άμαξα. Ήρθε και η Καρολάιν πίσω και πιάσαμε κουβέντα.
-Τι βλέπω Ρεμπέκκα τι γλύκες είναι αυτές με τον Ντέιμον.μου είπε η Καρολάιν
-Εγώ γλύκες,εσύ τι είναι αυτά με τον Μάξιμο χαχαχχαα
-Ε ελεύθερη κοπέλα δεν είμαι;
-Είσαι είσαι.
Μετά από λίγο μπήκε στην άμαξα ο Ντέιμον και κάθισε πάλι δίπλα μου και οι άλλοι δύο κάθισαν μπροστά.
Από την πλευρά του Ντέιμον:
Θέλω τόσο να αγγίξω την Ρεμπέκκα. Θέλω να ανακαλύψω κάθε σπιθαμή του κορμιού της. Όμως εδώ δεν γίνεται. Πρέπει να είμαστε οι δύο μας. Ανυπομονώ να έρθει το βράδυ για να την σφίξω στην αγκαλιά μου.
Από τι σκέψεις μου με έβγαλε η φωνή του Μάξιμου.
-Φτάσαμε.
-Ωραία. Είπε η Ρεμπέκκα
Κατεβήκαμε όλοι ένας ένας γρήγορα και κοιτάξαμε γύρω μας.
Από την πλευρά της Ρεμπέκκας:
-Φτάσαμε.φώναξε ο Μάξιμος
-Ωραία.του απάντησα
Αμέσως κατέβηκα από την άμαξα και άρχισα να κοιτάω γύρω μου. Παντού έβλεπα παρατημένα σπίτια σχεδόν γκρεμισμένα. Στην πόλη δεν υπήρχε κανένας κάτοικος. Ήταν μια νεκρή πόλη. Αυτό βέβαια μας ευνοούσε από την στιγμή που δεν θέλαμε να μας ανακαλύψουν.
Μόλις κατέβηκαν όλοι πήγαμε και βρήκαμε ένα σπίτι. Ήταν το μεγαλύτερο εκεί πέρα και το πιο καλά διατηρημένο. Μπήκαμε μέσα. Ήταν πολύ βρώμικα και σκοτεινά. Ανοίξαμε τις σκισμενες κουρτίνες για να μπει λίγος καθαρός αέρας και φως.
Το σπίτι ήταν τόσο βρώμικο όμως ήταν μεγάλο και είχε πολλά δωμάτια και μάλιστα ήταν και επιπλωμένο. Αφού καθαρίσαμε και βάλαμε τα πράγματα που είχαμε αγοράσει στη θέση τους πήγαμε όλοι να διαλέξουμε δωμάτια. Το σπίτι είχε έξι δωμάτια,οπότε ο καθένας θα μπορούσε να έχει το δικό του. Εγώ πήρα ένα με διπλό κρεβάτι και γραφείο το οποίο βρισκόταν δίπλα σε αυτό που πήρε ο Ντέιμον. Ο Άλεξ βρήκε ένα δωμάτιο δίπλα στης Αλέξας και ο Μάξιμος δίπλα στο δωμάτιο της Καρολάιν. Δεν ξέρω ακόμα τι παίζει με την Καρολάιν και τον Μάξιμο αλλά θα μάθω σύντομα. Μόλις καθάρισα το δωμάτιο ξάπλωσα για λίγο στο κρεβάτι και κοίταξα έξω από το παράθυρο. Ήταν μια όμορφη πόλη γιατί όμως δεν είχε κατοίκους; Έξω η νύχτα είχε απλώσει τα δίχτυα της και έπνιγε την πόλη. Αυτή η μέρα ήταν πολύ δύσκολη και κουραστική και από εδώ και πέρα όλα θα είναι πιο δύσκολα για εμάς...

Αυτό ήταν και το 13ο Κεφάλαιο.

Μυστική Πόλη Où les histoires vivent. Découvrez maintenant